Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Βγήκε στην αυλή απ’ την κουζίνα φέρνοντας μια πιατέλα γεμάτη ώς επάνω κουτσομούρα. Την είχε καλοτηγανίσει. Σκοντάφτει στο μαρμαράκι της πόρτας, πάρ’ τα όλα κάτω.
«Δε βαριέσαι», λέει στο λεπτό. «Ψι ψι ψι», έδωσε τα ψάρια στα γατιά.
Μέχρι να φάνε εκείνα, σκουπίζει το ίδιο τηγάνι, ανάβει το πετρογκάζ, βάζει το τηγάνι επάνω με φρέσκο λάδι. Περιμένει ένα λεπτό. Κόβει δυο σφιχτές ντομάτες κι ένα μεγάλο κρεμμύδι, τα ρίχνει μέσα. Συνεχίζει ρίχνοντας καμιά δεκαριά αβγά, ένα ένα. Το λάδι πιτσίλαγε, χάλαγε τον κόσμο. Τρίβει φέτα αποπάνω. Ρίγανη, πιπέρι. Χωρίς κουβέντα κάτσ...