Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...
Στο μεταιχμιακό σύμπαν του Κόκκινου Ουρανοξύστη μιας εξαϋλωμένης ουτοπικής πόλης, ζουν κάποιοι που δεν χωρούν πουθενά. Σ` αυτό το
πεδίο των απροσδόκητων συναντήσεων και αισθητηριακών εμπειριών, η γυναίκα που τους φροντίζει σαγηνεύεται απ` αυτούς και
δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς με όλους τους ενοίκους των ορόφων του Επανασχεδιασμού, των Τραυμάτων, των Αυτοκτονιών, της Εντροπίας,
του Τίποτε, του Παιδικού Εαυτού, των Πειραμάτων, μέχρι και του Ρετιρέ της Λήθης. Με βοηθούς δύο παράξενους επιστάτες, που
συνεχώς μεταμορφώνονται ρουφώντας κάθε σταγόνα δανεικών ζωών, συμβιώ...