Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
"Ένα ξεχαρβαλωμένο τραπέζι, μερικοί τυπογραφικοί χαρακτήρες από ξύλο ή μολύβι, ένα πιεστήριο σαν εκείνο που ίσως χρησιμοποιούσε και ο Γουτεμβέργιος: είναι το εργαστήρι του Χοσέ Φρανσίσκο Μπόρχες στο χωριό Μπεσέρος της βορειοανατολικής Βραζιλίας, στην ενδοχώρα. Μυρωδιά από μελάνι και ξύλο. Τα δεμάτια οι ξύλινες πλάκες περιμένουν τη σειρά τους, ενώ τα φρέσκα χαρακτικά, που μόλις έχουν πάρει μορφή, στεγνώνουν κρεμασμένα στα σύρματα....
Ένα γκρίζο, παγωµένο αποµεσήµερο, µια νεαρή κοπέλα, η Μαίρη Γέλαν, φτάνει σ’ έναν έρηµο βαλτότοπο κοντά στις ακτές της Κορνουάλης, όπου, µέσα στην ερηµιά, υψώνεται η Ταβέρνα της Τζαµάικας. Ορφανή από γονείς, η Μαίρη νιώθει παγιδευµένη από την πρώτη στιγµή που πατάει το πόδι της σ’ αυτόν τον αφιλόξενο τόπο. Βίαιος, µέθυσος και κακός, ο θείος της, ο Τζος Μέρλιν, έχει µετατρέψει την ταβέρνα του σε άντρο παρανοµίας.
Μάταια η Μαίρη µηχανεύεται τρόπους να δραπετεύσει. Αδυνατώντας να ξεφύγει, βρίσκεται µπλεγµένη, παρά τη θέλησή της, στα εγκληµατικά σχέδια που εξυφαίνονται πίσω ...