Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Ένα γκρίζο, παγωµένο αποµεσήµερο, µια νεαρή κοπέλα, η Μαίρη Γέλαν, φτάνει σ’ έναν έρηµο βαλτότοπο κοντά στις ακτές της Κορνουάλης, όπου, µέσα στην ερηµιά, υψώνεται η Ταβέρνα της Τζαµάικας. Ορφανή από γονείς, η Μαίρη νιώθει παγιδευµένη από την πρώτη στιγµή που πατάει το πόδι της σ’ αυτόν τον αφιλόξενο τόπο. Βίαιος, µέθυσος και κακός, ο θείος της, ο Τζος Μέρλιν, έχει µετατρέψει την ταβέρνα του σε άντρο παρανοµίας.
Μάταια η Μαίρη µηχανεύεται τρόπους να δραπετεύσει. Αδυνατώντας να ξεφύγει, βρίσκεται µπλεγµένη, παρά τη θέλησή της, στα εγκληµατικά σχέδια που εξυφαίνονται πίσω ...
Κάποτε είχε μεγάλες φιλοδοξίες, αλλά τώρα, στα πενηνταπέντε του, ο Χένρι Μολίσε αισθάνεται ξοφλημένος. Τα βιβλία του δεν πουλάνε,
τα σενάριά του απορρίπτονται, λεφτά δεν βγάζει. Η γυναίκα του κλείνεται με τις ώρες στο μπάνιο και δεν θέλει να του μιλήσει, ενώ
τα τέσσερα αχάριστα βλαστάρια του, όχι μόνο τον περιφρονούν, μα κι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν την πατρική εστία. Ταλαντευόμενος
μεταξύ κυνισμού και αυτοοικτιρμού, ο Χένρι Μολίσε θέλει να τα παρατήσει όλα και να πάει στη Ρώμη, στην Πιάτσα Ναβόνα, να τρώει
καρπούζια, παρέα με μια μελαχροινούλα. Και τότε, α...