Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Ο Βιβλιοπόντικας είναι πολύ θυµωµένος µε τη Φιλαναγνωσία. Του παίρνει τα βιβλία που µόλις έχει διαβάσει! Άδικα όµως την κυνηγά. Συνεχώς του ξεφεύγει... Ποια είναι επιτέλους αυτή η Φιλαναγνωσία;...
Έχω βάσιμες υποψίες ότι ο μπαμπάς μου ήταν Πειρατής! Κάτι που είπε η γιαγιά - μια παλιά φωτογραφία - η αντίδραση της μαμάς στην απόφασή του να γυρίσει στα καράβια, ο παπαγάλος που μου έφερε για δώρο, ΟΛΑ αυτό μου επιβεβαιώνουν! Κι ας μου λένε πως είναι η φαντασία μου! Τι νομίζουν; Ότι επειδή είμαι μικρό παιδί μπορούν να με κοροϊδέψουν; Όχι! Άλλωστε είμαι γιος πειρατή!
Ο μπαμπάς του Γιάννου ίσως θα πρέπει να απομακρυνθεί από την οικογένεια γιατί του προσφέρανε μία εργασία μακριά τους. Ο Γιάννος είναι πεπεισμένος ότι ο μπαμπάς του παλιά ήταν πειρατής και θέλει να ξανα...
Έχετε δίκιο, κυρία. Ήρθα τελείως αδιάβαστος και σήμερα στο μάθημα. Όμως δε φταίω εγώ. Έχω καλή δικαιολογία. Πολύ καλή. Και αν δε σας κάνει αυτή, έχω και άλλη!...
Ο εφοπλιστής Τίμος Δελαφράγκας αγόρασε τον διάσημο και πανάκριβο πίνακα Η αγελάδα που γελάει, τον οποίο σκοπεύει να παρουσιάσει στους εκλεκτούς προσκεκλημένους του σε ένα λαμπερό γκαλά που θα πραγματοποιηθεί στην έπαυλή του. Τον πίνακα έχουν βάλει στο μάτι δύο ληστές, ο Τίγρης και ο Λιοντάρης, και έχουν καταστρώσει ένα απίθανο σχέδιο για να τον βουτήξουν.
Όμως εκεί θα βρεθεί και ο Άγης με τον θείο του τον Χάρη…...
Ένα παλιό μαθητικό λεύκωμα πέφτει στα χέρια δύο έφηβων κοριτσιών. Από εκείνη τη στιγμή το παρόν μπλέκεται με το παρελθόν.
Ποια είναι η ιδιοκτήτρια του λευκώματος; Τι της συνέβη; Η Κάλια και η Θάλεια, στην προσπάθειά τους ν’ ανακαλύψουν το μυστικό του λευκώματος, θα έρθουν αντιμέτωπες με τους δικούς τους εφιάλτες και με τη Στέφανη, η οποία, έχοντας τη βοήθεια των «υπηκόων» της, υφαίνει γύρω τους έναν επικίνδυνο ιστό. Θα καταφέρουν τα δύο κορίτσια να ξεφύγουν απ’ αυτόν; Θα καταφέρουν να λύσουν τον γρίφο του λευκώματος και –το πιο σημαντικό– θα καταφέρουν να βρουν την αληθινή...
Ο Περπερούα και οι φίλοι του έχουν μεγάλη ανάγκη από ξεκούραση. Πηγαίνουν, λοιπόν, στο πανδοχείο της Πιρουνίτας, που είναι ο αγαπημένος τόπος συνάντησης όλων των πειρατών. Αλίμονο όμως! Όχι μόνο δε θα ξεκουραστούν, αλλά θα βρεθούν μπλεγμένοι και σε μια απίστευτη περιπέτεια!...
H ονομαστική γιορτή της Αριστούλας πλησιάζει. Όμως οι φίλες και συμμαθήτριές της έχουν φύγει από τη Σμύρνη όπου κατοικούσαν και η μόνη που της έχει απομείνει είναι η γειτονοπούλα της, η Αϊσέ. Τα παιχνίδια τους, οι αγαπημένες τους κούκλες, η αναμονή της γιορτής και το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα, που η Αϊσέ ετοιμάζεται να χαρίσει στην Αριστούλα τη μεγάλη μέρα, τις γεμίζουν χαρά και προσμονή, μέχρι τη στιγμή που θα βρεθούν κι οι δυο μαζί αντιμέτωπες με την Καταστροφή. Ήτανε 13 Σεπτέμβρη του 1922, στη Σμύρνη της Μικρασίας....
Λατρεύω τον νονό μου. Βγάζει αστείες φωτογραφίες, μελετάει τον ουρανό και τα συναισθήματα, τραγουδάμε παρέα, με καθησυχάζει, σκαρφίζεται παιχνίδια και κάνουμε φανταστικά ταξίδια.
Όμως με βασανίζει μια απορία: τι δουλειά κάνει άραγε; Μήπως είναι φωτογράφος; Αστρονόμος; Πωλητής φαντασίας; Ή μήπως τελικά είναι απλώς εφευρέτης;...
«H γιαγιά μου η Ανάστα, απ’ τα χωριά της Σπάρτης, χήρα στα είκοσι πέντε της, ο λόγος o Εμφύλιος, αμέσως μετά τη λήξη του, το ’49, με τον πατέρα μου εξάχρονο και καχεκτικό, της Κατοχής παιδί, περπάτησε δεκαέξι μέρες, προτού πατήσει μαζί μ’ άλλους εννέα από την περιοχή, τα χώματα της Αλβανίας και μετά της Ουγγαρίας, εξαντλημένη από πείνα, δίψα, κρύο και άλλα βάσανα…» αφηγείται η νεαρή Ευρυδίκη, κόρη πολιτικών προσφύγων.
«Στον πέμπτο χρόνο επάνω φύγαμε γι’ αλλού: Τασκένδη. Τελευταίος και θαλπερός σταθμός. Εκεί γεννήθηκαν οι γονείς μας. Εκεί και εμείς τα τρία παιδιά. Α, ζήσαμε...
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα», ο Μενέλαος Λουντέμης εξιστορεί τις μέρες του στην εξορία μετά τον Εμφύλιο. Ευρισκόμενος στην Ικαρία, σακατεμένος από το ξύλο και ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες, μεταφέρεται, κάποια στιγμή, στη Μακρόνησο. Περιγράφει με γλαφυρό ύφος τον καθημερινό αγώνα του ίδιου και των συγκρατούμενών του να επιβιώσουν στο ξερονήσι, τις φιλίες που εξυψώνουν το φρόνημα, αλλά και τις παρεμβάσεις από κομματικά όργανα. Επιχειρώντας μια σύνδεση με το παρελθόν, αναφέρεται στην προσπάθειά του να απομακρύνει από κοντά του γνωστούς και φίλους...
Ο δικός μου ο παππούς είναι ξεχωριστός. Και είναι βέβαια ο καλύτερος! Το ξέρω κι εγώ, αλλά το ξέρουν και όλοι οι άλλοι. Μαζί του όλα είναι ωραία και συναρπαστικά!
Αν διαβάσετε αυτό το βιβλίο, θα καταλάβετε γιατί....