Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Στο ηλεκτρονικό μας κατάστημα θα βρείτε πλούσια συλλογή σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ανακαλύψτε όλα τα σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα και τα συγγραφικά διαμάντια της ελληνικής λογοτεχνίας που πρέπει να διαβάσετε. Εξερευνήστε τον κόσμο των χαρακτήρων, των συναισθημάτων και των απροσδόκητων συναντήσεων μέσα από τα εκπληκτικά μυθιστορήματα. Αναζητήστε τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα αγάπης, ταξιδέψτε με την ταξιδιωτική λογοτεχνία και ανατριχιάστε με τη συναρπαστική λογοτεχνία φαντασίας-τρόμου.
Οι «Ναυαγοί χωρίς Σωσίβιο» επιχειρούν μια ανατομία, σε πολλαπλά επίπεδα, της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην πρόσφατη οικονομική κρίση και μάλιστα στο κορύφωμά της. Επομένως, το έργο, παρά τον συμβολισμό των ονομάτων, πατάει στον κοινωνικό ρεαλισμό -τον βαθύτερο όμως και αποκαλυπτικό, όχι στην περιγραφική, επιφανειακή, νατουραλιστική εκδοχή του. Το ονόμασα δε «μυθοδοκίμιο», διότι συζευγνύει τον θεωρητικό-δοκιμιακό λόγο με το μυθικό-λογοτεχνικό στοιχείο....
"Μια ιστορία που ξεκινάει στο νησί των σφουγγαράδων τη δεκαετία του '50-'60 και καταλήγει στην Αθήνα του 2001. Ο νησιώτης Νικόλας, εγκατεστημένος στην Αθήνα από νεαρός, επισκέπτεται το νησί του σε μια καμπή της ζωής του για να πουλήσει το σπίτι του παππού του. Εκεί ζωντανεύουν οι παιδικές μνήμες του και ανάμεσά τους ο ξεχασμένος φίλος Λουκάς. Αχώριστοι σύντροφοι ως τα φοιτητικά τους χρόνια στο Πολυτεχνείο, έχουν χαθεί εδώ και δεκαετίες σε άλλους ρυθμούς ζωής στην πολυάνθρωπη πόλη. Τυχαία άραγε? Όταν η γυναίκα του Νικόλα, η Θεμελίνα, θα επιχειρήσει να επανασυνδέσει τους δυο ...
"Για κάποιος, ούτε καν η καταπρόσωπο επαφή με την πιο σκοτεινή πραγματικότητα δεν μπορεί να ανασύρει τη θετική τους ταυτότητα, ούτε ο φόβος για το ""θηρίο"" το ίδιο δεν μπορεί να τους βγάλει από την απάθεια....
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...