Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Στο ηλεκτρονικό μας κατάστημα θα βρείτε πλούσια συλλογή σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ανακαλύψτε όλα τα σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα και τα συγγραφικά διαμάντια της ελληνικής λογοτεχνίας που πρέπει να διαβάσετε. Εξερευνήστε τον κόσμο των χαρακτήρων, των συναισθημάτων και των απροσδόκητων συναντήσεων μέσα από τα εκπληκτικά μυθιστορήματα. Αναζητήστε τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα αγάπης, ταξιδέψτε με την ταξιδιωτική λογοτεχνία και ανατριχιάστε με τη συναρπαστική λογοτεχνία φαντασίας-τρόμου.
Στην Ελλάδα των ετών 1917-1920, ο Αλέξανδρος Α΄, Βασιλιάς των Ελλήνων παρά τη θέλησή του, φανατικός αυτοκινητιστής, δεινός σπόρτσμαν και παθιασμένος μηχανολόγος, συνδέεται φιλικά με έναν ιταλοτραφή φουτουριστή ποιητή και επίδοξο κοινωνικό επαναστάτη, που ταλαντεύεται αμήχανα ανάμεσα σε δύο αντιθετικούς τρόπους ύπαρξης: την ειρωνική και την ηρωική στάση ζωής. Η αναπάντεχη αυτή φιλία, που σφυρηλατείται στο περιβάλλον του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Εκστρατείας της Ουκρανίας, εκβάλλει σε ανήκουστες περιπέτειες των δύο ηρώων και των συντρόφων τους...
«Βαριανασαίνει, σκέφτεται πράγματα θλιβερά κι η αυτοπεποίθησή του βρίσκεται στο μηδέν. Είναι τόσο βαρύ αυτό το συναίσθημα,
που πρέπει κάνει κάτι επειγόντως. Πρέπει να βγει από το τούνελ αμέσως, να κάνει οτιδήποτε για να αισθανθεί καλύτερα, οτιδήποτε,
τα πάντα. Ίσως να πρέπει να πάρει τηλέφωνο τους γονείς του και να κλάψει –η αξιοπρέπεια δεν παίζει ρόλο τώρα– ίσως να πρέπει να δει
έναν φίλο του, ίσως να πρέπει να τηλεφωνήσει ακόμα και σ’ αυτήν? αλλά όχι, αυτό δεν μπορεί να το κάνει με τίποτα, αυτή θα είναι
η απόλυτη παραδοχή της ήττας του, η απόλυτη ξεφτίλα – όχι,...
«Παιδί μου, θα σ’ τα πω όλα. Όσες σελίδες κι αν χρειαστεί να σου γράψω, αποφάσισα πως μέχρι τα μεσάνυχτα θα σ’ τα έχω αποτυπώσει όλα εδώ. Κάνε κουράγιο για να τ’ αντέξεις. Πληρώσατε τα εγκλήματά μας. Εμείς όμως τα πληρώσαμε με τα νιάτα μας. Μη νομίζεις πως γλιτώσαμε. Κι εγώ κι εκείνη μείναμε σ’ έναν γάμο που δεν θέλαμε ή που δεν μας ήθελε. Ίδιο αποτέλεσμα. Ισόπαλες μοίρες».
Το πρώτο φιλί που αντάλλαξαν η Ρεγγίνα και ο Πέτρος έμοιαζε με αντίο. Καταδικασμένοι απ’ την αρχή να πληρώνουν αμαρτίες μητρικές, πάλευαν ν’ αλλάξουν τη μοίρα τους και να ενώσουν τις ζωές τους. Δύ...
Ο Νικήτας Δεσποτίδης, πετυχημένος δικηγόρος της Αθήνας, αποφασίζει να γυρίσει ύστερα από πολλά χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αμοργό. Στο πέρασμά του αυτό θα συναντήσει όλες τις παιδικές του μνήμες, τους ανθρώπους, τις εικόνες και τα αρώματα από την πατρίδα του και τα νεανικά του χρόνια. Παράλληλα όμως θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη σκέψη και τη νοσταλγία της πρώτης του αγάπης. Είναι όμως μόνο η σκέψη και η νοσταλγία, ή μήπως η πρώτη αυτή αγάπη είναι ζωντανή και παρούσα, έτοιμη να του θυμίσει τα όσα αγνά και πολύτιμα αρνήθηκε για χάρη μιας «πετυχημένης» ζωής και καριέρ...
Χάρη στη διπλή μορφή του μυθιστορήματος, ταξιδιωτικό στυλ και μνημοτεχνική μέθοδος, ο συγγραφέας μπόρεσε να αφήσει τους τρεις ναυαγούς του ελεύθερους να τρέξουν στο άγνωστο νησί, να έρθουν αντιμέτωποι με τη φύση και με τους εαυτούς τους, και να γνωρίσουν τους Αριόι... Όπως ο Μιχάλης, ο Αντώνης και ο Γαβρήλος, έτσι και ο συγγραφέας συνάντησε τυχαία τη χαμένη κάστα της Πολυνησίας, την επίλεκτη ομάδα των θεατρίνων που περιέπλεαν τον Ειρηνικό οργανώνοντας μεγάλα μουσικά και θρησκευτικά γλέντια που κατέληγαν πάντοτε σε ερωτικά όργια. Οι Αριόι εξαφανίστηκαν περί τα μέσα του 19ου ...
«Βγήκαμε ενώ η καταιγίδα μαινόταν ασταμάτητη, και ο πατέρας έπιασε τα χέρια του Αντρέα - φειδωλοί, όπως πάντα, σε φιλιά και συναισθηματικές εξάρσεις οι Μακεδόνες. Αλλά δεν έλεγε να τ' αφήσει. Πιστέψαμε πως θα στριμωχνόμασταν όλοι με κάποιον τρόπο στο ξένο αυτοκίνητο. Ο Αντρέας εξήγησε πως δεν θα ήταν φρόνιμο να παρατήσουμε το δικό μας στη μέση του πουθενά. Κινδυνεύαμε να το βρούμε χωρίς λάστιχα, υαλοκαθαριστήρες -πολλοί οδηγοί τους έβγαζαν το βράδυ για να τους επανατοποθετήσουν το πρωί-, ίσως και χωρίς μηχανή... θα έμενε ο ίδιος να το φυλάει και θα μας οδηγούσε ο φίλος του ...
Μέσα από τις Συμπληγάδες που χωρίζουν Ανατολή από Δύση, κανένας δεν περνά αλώβητος. Όπου και να πας, η εμπειρία της πρότερης ύπαρξης θα σε στοιχειώνει. Η οργανωμένη βολή των δυτικών κοινωνιών, η άνεση να λες την αλήθεια μπρος στην Αρχή, η ξώπετση ευγένεια των ανθρώπων τους, η λογική συνύπαρξη με τους γύρω και τα γύρω, το δεδομένο των τεχνολογικών και πολιτιστικών ευκολιών θα προβάλλουν μπροστά σου ως οι ιδανικές συνθήκες ζωής κάθε φορά που η παράλογη γραφειοκρατία, η τερατώδης ασυνέπεια, ο ηλίθιος αυταρχισμός, το χάος, η χυδαιότητα, το ρουσφέτι, το διάχυτο κλίμα στέρησης κι...
Και πονάω, ξέρεις πού. Ανεπαίσθητα αλλά αρκετά ώστε να μην μπορώ να το αγνοήσω. Ένας λεπτός πόνος που με διαβρώνει.
Ξεκινάει από αριστερά, επίμονος και πάει κυκλικά πίσω στα νεφρά, ανεβαίνει στον αυχένα με χτυπάει στο αυτί και ξαναγυρίζει προς τα κάτω. Με τυλίγει ζικ-ζακ στα πλευρά μου και καταλήγει πάλι στις σάλπιγγες αλλά χωρίς ένταση. Οι σάλπιγγές μου είναι άδειες.
Μπρούτζινες και γυαλισμένες αλλά άδειες και ο ήχος τους φυσάει στα κόκκαλά μου σα φωνή αδύναμη. Φυσάει σα φωνή αυτός ο ήχος αλλά δεν μπορώ να τον ακούσω δεν μπορώ να ανταποκριθώ. Τέτοιο παίδεμα. Ίσως επε...
Οι γονείς είναι μια ιστορία χωρίς αρχή, έχουν μια ζωή πριν από εμάς και όταν φεύγουν γίνονται μυστήριο, σχεδόν άγνωστοι. Με την απουσία τους συνειδητοποιούμε ό,τι μας έχει διαφύγει, τους πενθούμε με τις απορίες μας, με τα αναπάντητα ερωτήματά μας, με μια τρυφερότητα που μόνο με την αποχώρησή τους γίνεται τόσο απόλυτη. Σαν τον Ορφέα, θέλουμε να τους φέρουμε πίσω, αρχίζουμε μαζί τους μια κατάβαση στον Άδη και βυθιζόμαστε για καιρό ευπρόσβλητοι και εκτεθειμένοι......
Ο Μάριος από εδώ και πέρα δε λογάριαζε πια, αν κόντευαν να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του. Άρχισε να επιταχύνει τον βηματισμό του. Το βλέμμα του το είχε μονίμως καρφωμένο εκεί μακριά, στο πλεούμενο. Με αγωνία προσπαθούσε να εντοπίσει τη σιλουέτα του ευεργέτη του για να ανασάνει. Όταν λαχάνιαζε από την πολλή προσπάθεια που κατέβαλλε, κατά τη διάρκεια της πορείας του, κοντοστεκόταν και καθόταν πάνω στην άμμο ή πάνω στα βότσαλα, να ξαποστάσει. Μετά σηκωνόταν με μιας και έβρεχε το ξαναμμένο του πρόσωπο με θαλασσινό νερό για να δροσιστεί. Και ύστερα πάλι ορμούσε προς τα μπρος...