Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Στο ηλεκτρονικό μας κατάστημα θα βρείτε πλούσια συλλογή σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ανακαλύψτε όλα τα σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα και τα συγγραφικά διαμάντια της ελληνικής λογοτεχνίας που πρέπει να διαβάσετε. Εξερευνήστε τον κόσμο των χαρακτήρων, των συναισθημάτων και των απροσδόκητων συναντήσεων μέσα από τα εκπληκτικά μυθιστορήματα. Αναζητήστε τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα αγάπης, ταξιδέψτε με την ταξιδιωτική λογοτεχνία και ανατριχιάστε με τη συναρπαστική λογοτεχνία φαντασίας-τρόμου.
Η Μαρίκα η Ταταυλιανή, μια Πολίτισσα κυρά, λογία μα και μποέμισσα, μέσα από την μακρά αφήγηση του βίου της, αναφέρεται παράλληλα, άλλοτε περιληπτικά κι άλλοτε διεξοδικά, σε περιστατικά και σε πρόσωπα, με έμφαση στην κοινωνική ζωή των Ρωμιών και των Τούρκων και στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και συμπολιτών της που ανήκουν σε άλλες μειονοτικές ομάδες, οι οποίες συνδιαμορφώνουν την ανθρωπογεωγραφική ταυτότητα της Πόλης του περασμένου αιώνα. Ο λόγος της διακόπτεται συχνά από σπαρακτικά ιντερμέδια της διαταραγμένης μνήμης της που είναι στοιχειωμένη απ' τα ανεπούλωτα τραύματα της...
Στην Ελλάδα των ετών 1917-1920, ο Αλέξανδρος Α΄, Βασιλιάς των Ελλήνων παρά τη θέλησή του, φανατικός αυτοκινητιστής, δεινός σπόρτσμαν και παθιασμένος μηχανολόγος, συνδέεται φιλικά με έναν ιταλοτραφή φουτουριστή ποιητή και επίδοξο κοινωνικό επαναστάτη, που ταλαντεύεται αμήχανα ανάμεσα σε δύο αντιθετικούς τρόπους ύπαρξης: την ειρωνική και την ηρωική στάση ζωής. Η αναπάντεχη αυτή φιλία, που σφυρηλατείται στο περιβάλλον του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Εκστρατείας της Ουκρανίας, εκβάλλει σε ανήκουστες περιπέτειες των δύο ηρώων και των συντρόφων τους...
Χάρη στη διπλή μορφή του μυθιστορήματος, ταξιδιωτικό στυλ και μνημοτεχνική μέθοδος, ο συγγραφέας μπόρεσε να αφήσει τους τρεις ναυαγούς του ελεύθερους να τρέξουν στο άγνωστο νησί, να έρθουν αντιμέτωποι με τη φύση και με τους εαυτούς τους, και να γνωρίσουν τους Αριόι... Όπως ο Μιχάλης, ο Αντώνης και ο Γαβρήλος, έτσι και ο συγγραφέας συνάντησε τυχαία τη χαμένη κάστα της Πολυνησίας, την επίλεκτη ομάδα των θεατρίνων που περιέπλεαν τον Ειρηνικό οργανώνοντας μεγάλα μουσικά και θρησκευτικά γλέντια που κατέληγαν πάντοτε σε ερωτικά όργια. Οι Αριόι εξαφανίστηκαν περί τα μέσα του 19ου ...
«Βγήκαμε ενώ η καταιγίδα μαινόταν ασταμάτητη, και ο πατέρας έπιασε τα χέρια του Αντρέα - φειδωλοί, όπως πάντα, σε φιλιά και συναισθηματικές εξάρσεις οι Μακεδόνες. Αλλά δεν έλεγε να τ' αφήσει. Πιστέψαμε πως θα στριμωχνόμασταν όλοι με κάποιον τρόπο στο ξένο αυτοκίνητο. Ο Αντρέας εξήγησε πως δεν θα ήταν φρόνιμο να παρατήσουμε το δικό μας στη μέση του πουθενά. Κινδυνεύαμε να το βρούμε χωρίς λάστιχα, υαλοκαθαριστήρες -πολλοί οδηγοί τους έβγαζαν το βράδυ για να τους επανατοποθετήσουν το πρωί-, ίσως και χωρίς μηχανή... θα έμενε ο ίδιος να το φυλάει και θα μας οδηγούσε ο φίλος του ...
Μέσα από τις Συμπληγάδες που χωρίζουν Ανατολή από Δύση, κανένας δεν περνά αλώβητος. Όπου και να πας, η εμπειρία της πρότερης ύπαρξης θα σε στοιχειώνει. Η οργανωμένη βολή των δυτικών κοινωνιών, η άνεση να λες την αλήθεια μπρος στην Αρχή, η ξώπετση ευγένεια των ανθρώπων τους, η λογική συνύπαρξη με τους γύρω και τα γύρω, το δεδομένο των τεχνολογικών και πολιτιστικών ευκολιών θα προβάλλουν μπροστά σου ως οι ιδανικές συνθήκες ζωής κάθε φορά που η παράλογη γραφειοκρατία, η τερατώδης ασυνέπεια, ο ηλίθιος αυταρχισμός, το χάος, η χυδαιότητα, το ρουσφέτι, το διάχυτο κλίμα στέρησης κι...
Και πονάω, ξέρεις πού. Ανεπαίσθητα αλλά αρκετά ώστε να μην μπορώ να το αγνοήσω. Ένας λεπτός πόνος που με διαβρώνει.
Ξεκινάει από αριστερά, επίμονος και πάει κυκλικά πίσω στα νεφρά, ανεβαίνει στον αυχένα με χτυπάει στο αυτί και ξαναγυρίζει προς τα κάτω. Με τυλίγει ζικ-ζακ στα πλευρά μου και καταλήγει πάλι στις σάλπιγγες αλλά χωρίς ένταση. Οι σάλπιγγές μου είναι άδειες.
Μπρούτζινες και γυαλισμένες αλλά άδειες και ο ήχος τους φυσάει στα κόκκαλά μου σα φωνή αδύναμη. Φυσάει σα φωνή αυτός ο ήχος αλλά δεν μπορώ να τον ακούσω δεν μπορώ να ανταποκριθώ. Τέτοιο παίδεμα. Ίσως επε...
Πάντως τότε, μπορεί σε τίποτε άλλο να μην τον παίρναμε στα σοβαρά, αφού αυτό μας έβγαινε αυθορμήτως να πράττουμε ως άμυνα έναντι της γενικότερης πλοιαρχικής συμπεριφοράς του μέσα στο σπίτι, μπορεί επίσης με τις βιβλιοθήκες του, παρά τις εντολές και τις συνεχείς παραινέσεις του, να μην ασχολήθηκε ουσιαστικά ποτέ κανείς μας πλην της αδελφής μου, της Ιωάννας, η οποία τις είχε πάρει ράφι προς ράφι και διάβαζε τα πάντα, ένα προς ένα από μικρή? τις γνώσεις του όμως περί βιβλίων και συγγραφέων, αν και μας ήταν παντελώς άχρηστες και αδιάφορες αφού δεν μας ενδιέφερε διόλου το αντικε...
Στη Δράμα του 1943 ένας ορφανός έφηβος υπηρετεί ως οικιακός βοηθός στον Βούλγαρο λοχαγό και τη γυναίκα του, που εγκαταστάθηκαν στο επιταγμένο πατρικό
του σπίτι. Η επίσκεψη της πανέμορφης αδελφής του λοχαγού, η κλοπή ενός άλμπουμ με γυμνές φωτογραφίες, οι παιδικές φιλίες και οι εφηβικές ορμές,
η σύλληψη των Εβραίων της πόλης, η ειλικρινής αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ του Βούλγαρου αξιωματικού και του μικρού παιδιού συνθέτουν μια αφήγηση με
απροσδόκητη κατάληξη για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Όταν, εντέλει, ο καθένας βρει τον δρόμο του, αυτό που μένει είναι η κ...
Σ? ένα από τα τελευταία δρομολόγια του πλοίου από τη νότια Αφρική προς το νησί της Αγίας Ελένης, τόπο εξορίας του Ναπολέοντα, ο «Ναύαρχος» Αντώνης
Μάρκελλος, χρεοκοπημένος το 2017 τσιμεντοβιομήχανος, αφηγείται τις ιστορίες ανθρώπων που συνδέθηκαν με τις τύχες της ναυαγισμένης πια εταιρείας του.
Τις πέντε μέρες του ταξιδιού, ταυτίζει με παιγνιώδη διάθεση πολλούς από τους τωρινούς συνεπιβάτες του με πρόσωπα του παρελθόντος του και εξιστορεί
βίους με ειρωνικό τέλος.
Στόχος του, να καταγραφεί το χρονικό της εταιρείας με πρότυπο ένα αρχαίο κινέζικο αντίστοιχο, όπου...
Αλλά τι ήταν οι αιώνες; Πού άρχιζε και πού σταματούσε ο χρόνος; Σκοτάδι έβλεπαν στο μέλλον. Πίσσα ολόμαυρη στο παρελθόν,
πριν απ’ τη γέννησή τους. Κι αυτό το «πριν», τι ήταν; Ποιοι πρόγονοι που σάπισαν στις μάχες, γέννησαν τον χρόνο τους;
Άγνωστο ήταν από ποια διαολεμένη ράτσα κρατούσαν. Σταμάτησε ο νους τους να σκέφτεται τον χρόνο, αλλά τους άρεσε η λύση των
κοντυλοφόρων!
Δεν πολεμούσαν λοιπόν μόνο για την πατρίδα, για τα χώματα, για τα βουνά, για την ελευθερία; Δεν πολεμούσαν μόνο για να ενωθεί το
χαμηλό στο πέλαγος νησί τους με την ελευθερωμένη Ελλάδα; Έξυν...