Μενού
  • Δωρεάν μεταφορικά σε Αττική άνω των 35€
  • Τηλ. Παραγγελίες: 211 40 06 080
  • Ασφαλείς Συναλλαγές εύκολα & γρήγορα
Menu
Είσαι επαγγελματίας; hartorama PRO
CALL ME BACK
CALL ME BACK κάντε κλικ και σας καλούμε
  • -10%
ΣΠΑΣΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ
Κωδ: 978-618-220-351-4
ΜΑΡΚΑ: ΔΙΟΠΤΡΑ
17,70 €
15,93 €
ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΛΙΣΤΑΝεοελληνική Λογοτεχνία

Νεοελληνική Λογοτεχνία

ΣΠΑΣΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ

Κωδ: 01908547915
ΔΙΟΠΤΡΑ ΔΙΟΠΤΡΑ
Τιμή:
Ποσοστό έκπτωσης : 10 %
17,70 € 15,93 €

Άμεσα Διαθέσιμο

Προσθήκη στα αγαπημένα Already in wishlist
Επιλέξτε διαθέσιμο χρώμα και μέγεθος για να εισάγετε το προϊόν στη wishlist
Προσθήκη στη σύγκριση προϊόντων Already in Product Compare
Please select color and size to add the product to compare
Ήδη στο καλάθι
  • Περιγραφή
    Ω! πώς λερώνουνε, πώς λερώνουνε το φως!
    Ο Ορέστης, υποψήφιος διδάκτορας στο Παρίσι, ετοιμάζει μια διεισδυτική πραγματεία με τίτλο Καινή Διαθήκη, με την οποία ευαγγελίζεται μια νέα θρησκεία. Στις 25 Μαρτίου, στον τάφο του Κοραή, εκφωνεί έναν λόγο στους συμπατριώτες και συμφοιτητές του, προσπαθώντας να τους πείσει να συμμετάσχουν στην προετοιμασία μιας μεγάλης πνευματικής επανάστασης. Εκείνοι τον χλευάζουν, εμποδίζοντας έτσι τη σημαντική ομιλία του.
    Στο στενό περιβάλλον του Ορέστη ανήκουν η Χρυσούλα, μια νεαρή, χωρίς βούληση γυναίκα που συζεί μαζί του, και ο Γοργίας, ένας προγονόπληκτος φιλόλογος προχωρημένης ηλικίας, που είναι κρυφά ερωτευμένος μαζί της.
    Κι οι τρεις είναι άνθρωποι απόλυτα σπασμένοι. Ναι μεν ωραίοι, αλλά τόσο επιπόλαιοι, που οι συμπληγάδες της κοινωνίας θα θρυμματίσουν τις ονειροπόλες καρδιές τους και θα καταλήξουν να είναι σπασμένες ψυχές.
    Οι Σπασμένες ψυχές είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης, στο Παρίσι το πρώτο εξάμηνο του 1908. Με το έργο του αυτό ζωντανεύει χαρακτήρες που καταρρέουν μπροστά στις δυσκολίες, για να δώσει ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Ο Νίτσε τού έμαθε ότι ο άνθρωπος πρέπει να κοιτάει την άβυσσο χωρίς να ζητά παρηγοριά, να την αποδέχεται χωρίς φόβο και να παλεύει μέχρι το τέλος.
    Κι όταν βγήκανε όξω στο θόρυβο και στο βουητό του δρόμου, η καρδιά τους πιάστηκε. Πόσο μόνοι ήτανε μέσα σε τόσο κόσμο! Κανένας δεν τους γνώριζε. Κι αν τώρα πέφτανε πεθαμένοι χάμω, κανένας δε θα σταματούσε για να τους λυπηθεί. Όλοι περνούσανε από μπροστά τους και κανένας δεν τους κοίταζε, κι αν τύχαινε να τους σπρώξει κανείς, τονε βλέπανε ευτύς να σταματά, να βγάζει ψυχρότατα κι ευγενέστατα το καπέλο του, να τους ζητά συγγνώμη και να φεύγει βιαστικός χωρίς να περιμένει απάντηση. (—Πού πάνε; Γιατί τρέχουν έτσι; Γιατί τρέχουν έτσι και γιατί μας σπρώχνουν