Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
"Όταν κάθονταν και οι πέντε στις πολυθρόνες της αυλής και το μυαλό χαλάρωνε τις αντιστάσεις του, ήθελαν να μοιραστούν και αυτά που κρατούσαν κλειδωμένα, προφυλαγμένα από αδιάκριτα μάτια και αυτιά. Τις χώριζαν πολλά, αλλά τις ένωνε η φιλία. Τουλάχιστον στο παρελθόν και στο παρόν. Στο μέλλον? Ποιος μπορεί να πει πόσο σίγουρο είναι το μέλλον? Εξάλλου, όπως έλεγε κάποιος που ήξερε, ""οι άντρες πρέπει να έχουν παρελθόν και οι γυναίκες παρόν. Το μέλλον είναι και για τους δύο αβέβαιο""....
Μια γυναίκα με ασυνήθιστη εμφάνιση φτάνει σ’ ένα χωριό που εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του λόγω κατολισθήσεων, επιλέγει ένα
απομονωμένο σπίτι και περιμένει το «άλλο χιόνι».
Σ’ αυτό το σκηνικό εγκατάλειψης η γυναίκα θα παρασυρθεί σε αναπάντεχες περιπέτειες, σε μια περιδίνηση σε τόπους κοντινούς αλλά και
σε ανεξερεύνητα μέρη της ύπαρξής της.
Θα συναντήσει έναν σπουδαίο και οργισμένο ποιητή που επίσης κρύβεται, θα παραστεί ψυχρή σαν άγαλμα σ’ έναν απρόσμενο γάμο αλά
Κουστουρίτσα, θα βρεθεί με τα «ρετάλια» του παλιού κοινοβίου, τον Ρόθκο, τον Καίσαρα ...
Η Αιμιλία, στα πενήντα τέσσερά της χρόνια, είναι μια φημισμένη χειρουργός ογκολόγος. Την ώρα που χειρουργεί τη μάνα της, εμφανίζεται “ολοζώντανη” μπροστά της η γιαγιά Αναστασία για να την εμψυχώσει. Ήταν η πρακτική “γιάτρισσα” και μαμή του βουνίσιου χωριού της, σοφή, ελεύθερο πνεύμα, στύλος και σύμβουλος των συγχωριανών της, προικισμένη με το χάρισμα να “βλέπει” τις αρρώστιες των ανθρώπων και να τις θεραπεύει.
Απόψε, η Αιμιλία στο προσκεφάλι της μάνας της, ψαχουλεύοντας τις μνήμες της παιδικής της ηλικίας, θα επαναπροσδιορίσει τις ψυχρές σχέσεις τους, τον μεγάλο θυμό της...