Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Οι «Ναυαγοί χωρίς Σωσίβιο» επιχειρούν μια ανατομία, σε πολλαπλά επίπεδα, της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην πρόσφατη οικονομική κρίση και μάλιστα στο κορύφωμά της. Επομένως, το έργο, παρά τον συμβολισμό των ονομάτων, πατάει στον κοινωνικό ρεαλισμό -τον βαθύτερο όμως και αποκαλυπτικό, όχι στην περιγραφική, επιφανειακή, νατουραλιστική εκδοχή του. Το ονόμασα δε «μυθοδοκίμιο», διότι συζευγνύει τον θεωρητικό-δοκιμιακό λόγο με το μυθικό-λογοτεχνικό στοιχείο....
"Η παράσταση, όμως, πρέπει να συνεχίζεται. Ο κάθε μας ρόλος πρέπει να παίζεται άψογα. Γιατί παίζεται μόνο μια φορά. Κι αν πέσεις, πρέπει να σηκώνεσαι. Κι αν γελάς, πρέπει να γελάς με την καρδιά σου. Κι αν κλαις, να κλαις με την ψυχή σου. Να χορεύεις σα να 'ναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις. Να ονειρεύεσαι σα να γεννήθηκες τώρα. Γιατί η παράστασή μας, παίζεται μόνο μια φορά. Και τίποτα δεν μπορείς να διορθώσεις....
...Κι ήρθε η μέρα, που τα μάγια έπρεπε να λυθούν, αφού η κόρη έκλεινε πια τα δεκαοχτώ. Έπρεπε να βγει από το δώμα, να περπατήσει μαζί με τους άλλους ανθρώπους. Γεμάτη σοφία από την πολύχρονη μελέτη, θαρρούσε, πως όλο τον κόσμο γνώριζε. Η πόρτα άνοιξε και θέλησε να ορμήσει έξω, χαρούμενη. Σκέφτηκε, ότι είχε μελετήσει τους ανθρώπους από χιλιάδες περπατησιές. Είχε όμως ξεχάσει. Τη δική της. Κι εκεί απόμεινε μετέωρο το γυμνό πέλμα της, μα ύστερα, αργά-αργά, άρχισε να κατεβαίνει στη γη. Κι ήταν σαν να ταράχτηκε συθέμελα το κορμί της στην πρώτη επαφή με το φρέσκο χώμα. Κάθε κύττα...
Το ανήσυχο πνεύμα και η αχαλίνωτη φαντασία του Ανδρέα ασφυλτιούν κάτω από τον χαμηλό ορίζοντα του χωριού και
τη "μελαγχολική ομορφιά της επαρχίας". Αντιλαμβάνεται πως, κάπου εκεί έξω, υπάρχει ένας κόσμος που πρέπει να ανακαλύψει.
Είναι γιος φαροφύλακα και το σπινθηροβόλο πνεύμα του, προσπαθεί με κάθε τρόπο να αφουγκραστεί τον κόσμο πέρα απ' το δικό του
ακροούρανο....
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...