Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Οι «Ναυαγοί χωρίς Σωσίβιο» επιχειρούν μια ανατομία, σε πολλαπλά επίπεδα, της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην πρόσφατη οικονομική κρίση και μάλιστα στο κορύφωμά της. Επομένως, το έργο, παρά τον συμβολισμό των ονομάτων, πατάει στον κοινωνικό ρεαλισμό -τον βαθύτερο όμως και αποκαλυπτικό, όχι στην περιγραφική, επιφανειακή, νατουραλιστική εκδοχή του. Το ονόμασα δε «μυθοδοκίμιο», διότι συζευγνύει τον θεωρητικό-δοκιμιακό λόγο με το μυθικό-λογοτεχνικό στοιχείο....
"""Aυτή, στα τριάντα της, είχε επινοήσει ένα πρωτότυπο τρόπο να ""αλιεύει"" τις γνωριμίες της για τα επιλεκτικά της γούστα. Αυτός, ένα εκλεκτό της θύμα. Όμως, ακόμα και τότε, δεν μένει ικανοποιημένη. Η ίδια έχει παγιδευτεί από την ""έξη του τζόγου"" που δημιουργεί η μέθοδος της. Όμως, σε μια τέτοια υποτιθέμενη τυχαία ""εμπλοκή"", προκύπτουν αναπάντεχες εκπλήξεις... Ο γοητευτικός αυτός άνδρας που γνωρίζει αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από μία τυχαία γνωριμία. Δεν μπαίνει μόνο στη ζωή της αλλά και στο παρελθόν της οικογένεια της. Άραγε αυτή η κατάρα της οικογενείας της, να μένο...
«Μακάρι να μπορούσα να κάνω μια λοβοτομή να τα σβήσω όλα».
«Μόνο να κάνεις χώρο στην καρδιά σου μπορείς, να συν-χωρέσεις. Και όλα τα περασμένα που σε πονούν, να πας να τα πλύνεις και να τα θάψεις.
Μην απελπίζεσαι, θα προσευχηθούμε και με την βοήθεια του Θεού θα δοθεί η λύση».
«Μόνο τάφους πρέπει να κάνω, κουράστηκα.
Μόνο θάνατος είναι η ζωή».
«Η θανάτωση του σκοταδιού κάθε μέρα, αυτό είναι η ζωή, Άννα μου».
«Δεν έχω την δύναμη να την αντέξω, αν αυτό είναι η ζωή», ξέσπασε αυτή με μαύρο παράπονο.
Δεν μίλησε άλλο η Γερόντισσα, χαμήλωσε τα μάτια της και κοίταζε...
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...