Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Aριθμός Βιβλίου: 42
Στη διαδρομή προς τον δικό τους παράδεισο, πρέπει πρώτα να περάσουν από την κόλαση.Η επιμελήτρια εκθέσεων και θεωρητικός Τέχνης Εύα Λιανού ταξιδεύει στη Φλωρεντία μετά την πρόταση της καθηγήτριας Τέχνης και Πολιτισμού Φεντερίκα Μπαρόνε, για να αναλάβει την έκθεση της ιδιωτικής συλλογής του αείμνηστου συζύγου της.
Εκεί η Εύα έρχεται αντιμέτωπη με τον δύστροπο και κυνικό γιο του εκλιπόντα, που δεν έχει καμία διάθεση να ασχοληθεί με την τέχνη. Παρά την ψυχρή συμπεριφορά του, ο Αλεσάντρο ντε Λούκα είναι πολύ μυστηριώδης και γοητευτικός για να αγνοή...
Η Όλγα αγαπούσε τη βροχή, όμως η βροχή δεν αγαπούσε εκείνη.
Μια τυχαία μπόρα, ένα τίποτα της φύσης στάθηκε ικανό να αλλάξει τη ζωή, τη σκέψη, τα αισθήματα, αλλά και τον έρωτα, που πήρε και σήκωσε όσα πίστευε για την ύπαρξή του.
Μυστικά και λόγια που δεν λέγονται, γίνονται αγκάθια ριζωμένα μέσα μας.
Όσα δεν λέμε θα κοιμούνται για πάντα στο σκοτάδι, για να ματώνουν και να πονούν.
ΣΧΗΜΑ: 13 x 20 cm | ΣΕΛΙΔΕΣ: 464 | ΕΞΩΦΥΛΛΟ: ΜΑΛΑΚΟ | ISBN: 978-960-19-0945-5 | ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: 2022...
Στην αρχή, ο Κάρολος πηγαίνει στην τρίτη δημοτικού, η Λίλη στην πρώτη· ο μπαμπάς τους δουλεύει στη σωληνουργία· είναι ο καλύτερος μπαμπάς που μπορεί να έχει κανείς· δεν παραπονιέται ποτέ για τα βάσανά του. Βάσανα έχει· βλέπει όμως πάντα την ηλιόλουστη πλευρά του δρόμου. Η μαμά τους είναι όμορφη (παρά το στραβό εκείνο δόντι), αλλά πίνει πολύ· ουίσκι, καμιά φορά τζιν· ακόμα, κάνει βόλτες στα μαγαζιά, μιλάει (ψιθυριστά) στο τηλέφωνο και νοσταλγεί την Αφρική, όπου ζούσε κάποτε μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, τα σκυλιά τους και τα άλογά τους. Ο μπαμπάς αγαπάει τρελά τη μαμά, η...
Οι γονείς είναι μια ιστορία χωρίς αρχή, έχουν μια ζωή πριν από εμάς και όταν φεύγουν γίνονται μυστήριο, σχεδόν άγνωστοι. Με την απουσία τους συνειδητοποιούμε ό,τι μας έχει διαφύγει, τους πενθούμε με τις απορίες μας, με τα αναπάντητα ερωτήματά μας, με μια τρυφερότητα που μόνο με την αποχώρησή τους γίνεται τόσο απόλυτη. Σαν τον Ορφέα, θέλουμε να τους φέρουμε πίσω, αρχίζουμε μαζί τους μια κατάβαση στον Άδη και βυθιζόμαστε για καιρό ευπρόσβλητοι και εκτεθειμένοι......
Ο Μάριος από εδώ και πέρα δε λογάριαζε πια, αν κόντευαν να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του. Άρχισε να επιταχύνει τον βηματισμό του. Το βλέμμα του το είχε μονίμως καρφωμένο εκεί μακριά, στο πλεούμενο. Με αγωνία προσπαθούσε να εντοπίσει τη σιλουέτα του ευεργέτη του για να ανασάνει. Όταν λαχάνιαζε από την πολλή προσπάθεια που κατέβαλλε, κατά τη διάρκεια της πορείας του, κοντοστεκόταν και καθόταν πάνω στην άμμο ή πάνω στα βότσαλα, να ξαποστάσει. Μετά σηκωνόταν με μιας και έβρεχε το ξαναμμένο του πρόσωπο με θαλασσινό νερό για να δροσιστεί. Και ύστερα πάλι ορμούσε προς τα μπρος...