Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Οι «Ναυαγοί χωρίς Σωσίβιο» επιχειρούν μια ανατομία, σε πολλαπλά επίπεδα, της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην πρόσφατη οικονομική κρίση και μάλιστα στο κορύφωμά της. Επομένως, το έργο, παρά τον συμβολισμό των ονομάτων, πατάει στον κοινωνικό ρεαλισμό -τον βαθύτερο όμως και αποκαλυπτικό, όχι στην περιγραφική, επιφανειακή, νατουραλιστική εκδοχή του. Το ονόμασα δε «μυθοδοκίμιο», διότι συζευγνύει τον θεωρητικό-δοκιμιακό λόγο με το μυθικό-λογοτεχνικό στοιχείο....
"Μια φορά κι έναν καιρό, πέρα μακριά, στην άκρη του χάρτη ήταν ένα μικρό βασίλειο, ένα μικρό χωριό. Εκεί η ζωή κυλούσε ήρεμα και αθόρυβα. Κάθε πρωί όλοι ξυπνούσαν με το χαμόγελο της ευτυχίας χαραγμένο στα πρόσωπά τους και πήγαιναν στις δουλειές τους....
"Ψιχάλιζε τρυφερά. Η κορυφή του Άθω αχνοφαινόταν μέσα στην ομίχλη. Ένας αράγιστος καθρέφτης η θάλασσα δεχόταν γαλήνια στους κόλπους της την ψιλή βροχή. Το Άξιον Εστί, το γέρικο πλοιάριο, που χρόνια τώρα ενώνει τη μοναστική πολιτεία με τον αληθινό κόσμο, σε λίγα λεπτά θα έπιανε τη Δάφνη, το μικρό λιμανάκι του Άθω, κι ο ήχος της πλώρης που σκίζει τα νερά ήταν ο μόνος που τάραζε την ερημιά του χρόνου...""...
Γιάγερμα σημαίνει επιστροφή. Οι άνθρωποι έχουμε δύο άρχουσες “λέξεις”, γέλιο και κλάμα? σε αυτές επιστρέφουμε πάντα. Ιστορίες ανθρώπων που επιστρέφουν, λοιπόν, σε στιγμές, σε χρόνους, σε έρωτες, σε φτιαξίματα και χαλάσματα. Τα μεγάλα κοχύλια, λένε, πάντα, πως επιθυμούν να τα επιστρέψουν οι άνθρωποι στη θάλασσα, γι’ αυτό κρατάνε τον αχό της μέσα τους…...
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...