Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Ένας κόσμος που διαμελίζεται από κοινωνικές μεταλλάξεις και αποκαλύπτει λίγο λίγο την βαθύτερη έννοια της παγκοσμιοποίησης είναι αυτός που βιώνει καθημερινά ο Δαμιανός. Ζώντας κάτω από τις αισθήσεις ενός δέντρου, που το αισθάνεται να μεγαλώνει μέσα του και τον υποχρεώνει να σκοτώνει ως εκδικητής των δασών, τα οποία πεθαίνουν από την καταστροφική μανία των ανθρώπων, περιφέρεται στους πεζόδρομους της παλιάς Αθήνας, αναζητώντας απάντηση στο υπαρξιακό του πρόβλημα. Ο μικρός κόσμος των περιθωριακών που κατοικούν στα μισογκρεμισμένα σπίτια της Πλάκας –επιστήμονες που δεν βρήκαν ε...
Για τον Κωστή Παπαγιώργη τα βιβλία υπήρξαν ο πιο ζωτικός κι ακατάλυτος δεσμός του με τον κόσμο. Η ανακάλυψή τους, στην όψιμη εφηβεία του,
έλαβε διαστάσεις αποκάλυψης. Ο έφηβος που βασανιζόταν απ’ το αίσθημα ότι είναι «υπεράριθμος», «καρέκλα με τρία πόδια»,
«ελαττωματικό ανταλλακτικό» ή «παιδί του Καιάδα» συνειδητοποίησε ότι δεν είναι μόνος, ότι μπορούσε να περιέχεται ολόκληρος στη γραφή
ενός άλλου.
Παράλληλα με τα καθαυτό δοκίμιά του, και με το στοχαστικό, βιωματικό και παιγνιώδες ύφος του, ο Κωστής Παπαγιώργης επισκόπησε για
τέσσερις σχεδόν δεκαετίες (1975...
"Κρήτη, στα χρόνια της Κατοχής: Το σπίτι της Κωστάντζας, μιας όμορφης και ποθητής γυναίκας, είναι επιταγμένο από τους Γερμανούς. Εκεί διαμένει και ο διοικητής της Βέρμαχτ, που της δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία, με αποτέλεσμα να την υποψιάζονται οι συγχωριανοί της ως ερωμένη και συνεργάτιδά του. Εκείνη ωστόσο κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει τις αντιστασιακές ομάδες του νησιού και στην προσπάθειά της αυτή περιθάλπει έναν Βρετανό αξιωματικό, τον οποίο ερωτεύεται παράφορα, φροντίζοντας παράλληλα να τον φυγαδεύσει. Όταν φέρνει στον κόσμο τον καρπό του έρωτά τους, η κατακραυγή στο...
«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.
Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.
Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.
Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.
Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα,...