Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Το σαλόνι μας είναι ένα στοπ καρέ, ένα στιγμιότυπο ταινίας. Δεν ζούμε. Ποζάρουμε. Ένας σύζυγος που έχει απατήσει και το έχει μετανιώσει. Μια σύζυγος που σκοτώνει τον άντρα της από απόγνωση. Νέοι που οδηγούνται στο έγκλημα από πλήξη. Ενδοοικογενειακή βία και ένοχα, κρυμμένα μυστικά, που θέλουν να αποκαλυφθούν. Ανάμεσα σε εφημερίες, συμφωνίες και πάσης φύσεως συνδιαλλαγές, οι ήρωες των ιστοριών προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους - ή να τον χάσουν, ακολουθώντας κάποιον άλλον. Ερωτικές σχέσεις, σχέσεις γονιών και παιδιών, ακόμα και σχέσεις τυχαίων μεταξύ τους ανθρώπων βγαίνουν ...
Στη Νότια Ιταλία, και συγκεκριμένα στην περιοχή του Μπάκολι, μία γραφική κωμόπολη κοντά στη Νάπολη, ο καθηγητής εγκληματολογίας
Οράτσιο Σπινέλλι εξιχνιάζει έναν φόνο και μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας, όπου εμπλέκονται Έλληνες φοιτητές και η τοπική Καμόρα.
Μοναχικός, μεθοδικός, έμπειρος, πιστός σύντροφος, γεμάτος ευαισθησίες και λάτρης της καλής κουζίνας, ο καθηγητής Σπινέλλι έχει σταθερό
αρωγό σε αυτήν την υπόθεση τον καλό του φίλο, επιθεωρητή της τοπικής αστυνομίας Νικόλα Σκιάνο. Η αστυνομική νουβέλα Έγκλημα
στο Πότζο, είναι ένα κράμα ιστορίας μυστηρίου και αρχαιολ...
Οι «Ναυαγοί χωρίς Σωσίβιο» επιχειρούν μια ανατομία, σε πολλαπλά επίπεδα, της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην πρόσφατη οικονομική κρίση και μάλιστα στο κορύφωμά της. Επομένως, το έργο, παρά τον συμβολισμό των ονομάτων, πατάει στον κοινωνικό ρεαλισμό -τον βαθύτερο όμως και αποκαλυπτικό, όχι στην περιγραφική, επιφανειακή, νατουραλιστική εκδοχή του. Το ονόμασα δε «μυθοδοκίμιο», διότι συζευγνύει τον θεωρητικό-δοκιμιακό λόγο με το μυθικό-λογοτεχνικό στοιχείο....
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...