Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Το σαλόνι μας είναι ένα στοπ καρέ, ένα στιγμιότυπο ταινίας. Δεν ζούμε. Ποζάρουμε. Ένας σύζυγος που έχει απατήσει και το έχει μετανιώσει. Μια σύζυγος που σκοτώνει τον άντρα της από απόγνωση. Νέοι που οδηγούνται στο έγκλημα από πλήξη. Ενδοοικογενειακή βία και ένοχα, κρυμμένα μυστικά, που θέλουν να αποκαλυφθούν. Ανάμεσα σε εφημερίες, συμφωνίες και πάσης φύσεως συνδιαλλαγές, οι ήρωες των ιστοριών προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους - ή να τον χάσουν, ακολουθώντας κάποιον άλλον. Ερωτικές σχέσεις, σχέσεις γονιών και παιδιών, ακόμα και σχέσεις τυχαίων μεταξύ τους ανθρώπων βγαίνουν ...
Ένα σπίτι που το καίνε τρεις φορές κι ένα δελφίνι από ρύζι για τη βασίλισσα. Μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας κι ένας πολεμιστής της Αλβανίας σε θάνατο. Μια βέρα που γράφει σαράντα χρόνια ξένο όνομα κι ένα τσουβάλι κεφάλια ανταρτών για μοίρασμα....
"Στην πολιτικά ταραγμένη Ελλάδα του 2035, ο αρχηγός ενός μεγάλου κόμματος χάνει υπό μυστηριώδεις συνθήκες τη γυναίκα του. Στην οικογένεια ενός αυστηρού δικαστή τα μέλη της αποδεκατίζονται σταδιακά από αόρατα, δολοφονικά χέρια, και μάλιστα μέσα σε κλειδωμένα δωμάτια. Τέλος, δύο άντρες και μία γυναίκα χάνουν τον μικρότερο αδελφό τους σε υποτιθέμενη αυτοκτονία......
Οι γονείς είναι μια ιστορία χωρίς αρχή, έχουν μια ζωή πριν από εμάς και όταν φεύγουν γίνονται μυστήριο, σχεδόν άγνωστοι. Με την απουσία τους συνειδητοποιούμε ό,τι μας έχει διαφύγει, τους πενθούμε με τις απορίες μας, με τα αναπάντητα ερωτήματά μας, με μια τρυφερότητα που μόνο με την αποχώρησή τους γίνεται τόσο απόλυτη. Σαν τον Ορφέα, θέλουμε να τους φέρουμε πίσω, αρχίζουμε μαζί τους μια κατάβαση στον Άδη και βυθιζόμαστε για καιρό ευπρόσβλητοι και εκτεθειμένοι......
Ο Μάριος από εδώ και πέρα δε λογάριαζε πια, αν κόντευαν να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του. Άρχισε να επιταχύνει τον βηματισμό του. Το βλέμμα του το είχε μονίμως καρφωμένο εκεί μακριά, στο πλεούμενο. Με αγωνία προσπαθούσε να εντοπίσει τη σιλουέτα του ευεργέτη του για να ανασάνει. Όταν λαχάνιαζε από την πολλή προσπάθεια που κατέβαλλε, κατά τη διάρκεια της πορείας του, κοντοστεκόταν και καθόταν πάνω στην άμμο ή πάνω στα βότσαλα, να ξαποστάσει. Μετά σηκωνόταν με μιας και έβρεχε το ξαναμμένο του πρόσωπο με θαλασσινό νερό για να δροσιστεί. Και ύστερα πάλι ορμούσε προς τα μπρος...