Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Καλοκαίρι. Μια παρέα εφήβων ετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Φροντιστήριο, καβγάδες με τους γονείς, ραντεβού με τη Μάρω και την Κάτια, ο ερασιτεχνικός σταθμός στην ταράτσα του Δημήτρη του ’94, μπάνια στη θάλασσα, θερινά σινεμά και λίγο διάβασμα. Μετά τις εξετάσεις, σαν σε παλιό χορό, τα ζευγάρια θα χωρίσουν, για να σμίξουν ξανά σε νέους συνδυασμούς, και η παρέα θα διαλυθεί πριν προλάβουν οι φιλίες να ξεφτίσουν. Οι ήρωες πληρώνουν τα διόδια του τέλους της εφηβείας τους. Και το ταξίδι συνεχίζεται…
Έργα και ημέρες μιας παρέας υποψηφίων για το Πανε...
Μια συλλογή διηγημάτων-μαρτυριών για τον Εμφύλιο, τη Μακρόνησο, τις εξορίες.
Ένας φόρος τιμής για εκείνους που πάλεψαν για τη μεγάλη μέρα της Ανάστασης, προσμένοντας να φανεί της Λευτεριάς το πρώτο χελιδόνι, ώστε να βγουν οι άνθρωποι στις αυλές ν' απαντήσουν τον ήλιο. Να βγουν οι άνθρωποι στης δουλειάς το μέγα πανηγύρι, η εργατιά στις φάμπρικες, στον κάμπο οι ζευγολάτες να δρέψουν το χρυσό καρπό, τ' αμπέλια να τρυγήσουν. Και μετά όλοι να στρωθούν στους ίσκιους, στα πλατάνια, να πιουν νερό να δροσιστούν, λίγο να ξαποστάσουν, να φάνε το γλυκό ψωμί και της εληάς το λάδι, να...
«Βαριανασαίνει, σκέφτεται πράγματα θλιβερά κι η αυτοπεποίθησή του βρίσκεται στο μηδέν. Είναι τόσο βαρύ αυτό το συναίσθημα,
που πρέπει κάνει κάτι επειγόντως. Πρέπει να βγει από το τούνελ αμέσως, να κάνει οτιδήποτε για να αισθανθεί καλύτερα, οτιδήποτε,
τα πάντα. Ίσως να πρέπει να πάρει τηλέφωνο τους γονείς του και να κλάψει –η αξιοπρέπεια δεν παίζει ρόλο τώρα– ίσως να πρέπει να δει
έναν φίλο του, ίσως να πρέπει να τηλεφωνήσει ακόμα και σ’ αυτήν? αλλά όχι, αυτό δεν μπορεί να το κάνει με τίποτα, αυτή θα είναι
η απόλυτη παραδοχή της ήττας του, η απόλυτη ξεφτίλα – όχι,...
«Παιδί μου, θα σ’ τα πω όλα. Όσες σελίδες κι αν χρειαστεί να σου γράψω, αποφάσισα πως μέχρι τα μεσάνυχτα θα σ’ τα έχω αποτυπώσει όλα εδώ. Κάνε κουράγιο για να τ’ αντέξεις. Πληρώσατε τα εγκλήματά μας. Εμείς όμως τα πληρώσαμε με τα νιάτα μας. Μη νομίζεις πως γλιτώσαμε. Κι εγώ κι εκείνη μείναμε σ’ έναν γάμο που δεν θέλαμε ή που δεν μας ήθελε. Ίδιο αποτέλεσμα. Ισόπαλες μοίρες».
Το πρώτο φιλί που αντάλλαξαν η Ρεγγίνα και ο Πέτρος έμοιαζε με αντίο. Καταδικασμένοι απ’ την αρχή να πληρώνουν αμαρτίες μητρικές, πάλευαν ν’ αλλάξουν τη μοίρα τους και να ενώσουν τις ζωές τους. Δύ...
Ο Νικήτας Δεσποτίδης, πετυχημένος δικηγόρος της Αθήνας, αποφασίζει να γυρίσει ύστερα από πολλά χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αμοργό. Στο πέρασμά του αυτό θα συναντήσει όλες τις παιδικές του μνήμες, τους ανθρώπους, τις εικόνες και τα αρώματα από την πατρίδα του και τα νεανικά του χρόνια. Παράλληλα όμως θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη σκέψη και τη νοσταλγία της πρώτης του αγάπης. Είναι όμως μόνο η σκέψη και η νοσταλγία, ή μήπως η πρώτη αυτή αγάπη είναι ζωντανή και παρούσα, έτοιμη να του θυμίσει τα όσα αγνά και πολύτιμα αρνήθηκε για χάρη μιας «πετυχημένης» ζωής και καριέρ...
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...
«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.
Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.
Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.
Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.
Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα,...
Στην παραθαλάσσια πόλη, όπως και στη χώρα ολόκληρη, οι πάντες έχουν προσβληθεί από τον προεκλογικό πυρετό. Ο πόλεμος της αφίσας, που μαίνεται λυσσαλέος στους τοίχους των κτηρίων, μαρτυρά το μοίρασμα του κόσμου στους δικούς μας και στους άλλους.
Ο Νικόλας παρατηρεί τον πατέρα να κρατά το στόμα του κλειστό και να επιμένει πως μόνη λύση υπήρξε από καταβολής κόσμου η δημοκρατικότητα και η συμφιλίωση. Κι όσο για την Αλλαγή που ευαγγελίζεται ο χαρισματικός ηγέτης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, θα προτιμήσει να μην εκφέρει άποψη καμιά.
«Γιατί εμάς κάηκ...