Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
«Βαριανασαίνει, σκέφτεται πράγματα θλιβερά κι η αυτοπεποίθησή του βρίσκεται στο μηδέν. Είναι τόσο βαρύ αυτό το συναίσθημα,
που πρέπει κάνει κάτι επειγόντως. Πρέπει να βγει από το τούνελ αμέσως, να κάνει οτιδήποτε για να αισθανθεί καλύτερα, οτιδήποτε,
τα πάντα. Ίσως να πρέπει να πάρει τηλέφωνο τους γονείς του και να κλάψει –η αξιοπρέπεια δεν παίζει ρόλο τώρα– ίσως να πρέπει να δει
έναν φίλο του, ίσως να πρέπει να τηλεφωνήσει ακόμα και σ’ αυτήν? αλλά όχι, αυτό δεν μπορεί να το κάνει με τίποτα, αυτή θα είναι
η απόλυτη παραδοχή της ήττας του, η απόλυτη ξεφτίλα – όχι,...
«Παιδί μου, θα σ’ τα πω όλα. Όσες σελίδες κι αν χρειαστεί να σου γράψω, αποφάσισα πως μέχρι τα μεσάνυχτα θα σ’ τα έχω αποτυπώσει όλα εδώ. Κάνε κουράγιο για να τ’ αντέξεις. Πληρώσατε τα εγκλήματά μας. Εμείς όμως τα πληρώσαμε με τα νιάτα μας. Μη νομίζεις πως γλιτώσαμε. Κι εγώ κι εκείνη μείναμε σ’ έναν γάμο που δεν θέλαμε ή που δεν μας ήθελε. Ίδιο αποτέλεσμα. Ισόπαλες μοίρες».
Το πρώτο φιλί που αντάλλαξαν η Ρεγγίνα και ο Πέτρος έμοιαζε με αντίο. Καταδικασμένοι απ’ την αρχή να πληρώνουν αμαρτίες μητρικές, πάλευαν ν’ αλλάξουν τη μοίρα τους και να ενώσουν τις ζωές τους. Δύ...
Ο Νικήτας Δεσποτίδης, πετυχημένος δικηγόρος της Αθήνας, αποφασίζει να γυρίσει ύστερα από πολλά χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αμοργό. Στο πέρασμά του αυτό θα συναντήσει όλες τις παιδικές του μνήμες, τους ανθρώπους, τις εικόνες και τα αρώματα από την πατρίδα του και τα νεανικά του χρόνια. Παράλληλα όμως θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη σκέψη και τη νοσταλγία της πρώτης του αγάπης. Είναι όμως μόνο η σκέψη και η νοσταλγία, ή μήπως η πρώτη αυτή αγάπη είναι ζωντανή και παρούσα, έτοιμη να του θυμίσει τα όσα αγνά και πολύτιμα αρνήθηκε για χάρη μιας «πετυχημένης» ζωής και καριέρ...
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...
"Ένα αυτοκινητικό ατύχηµα αφήνει σε κώµα τη Νεφέλη. Όλα κρέµονται από µια κλωστή. Ο Θάνος, ο µόνος άνθρωπος που έµεινε στη ζωή της µετά από µια πολύ σκληρή και επίπονη περίοδο, βρίσκεται σε δίληµµα, ενώ καλείται να αποφασίσει για εκείνη......