Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Ο ήρωας του εξώστη, για να γλιτώσει, καταφεύγει στην Αφρική, ενώ γλιτώνει σπό τους εχθρούς του,
δεν μπορείνα διαφύγει την τιμωρία από τον κυριότερο κατήγορο: τον εαυτό του.
Βλέπει οράματα, περνάει νύχτες και νύχτες αυπνίας. Η μοναξιά, το κλίμα κ.λπ. τον σκοτώνει, όπως επίσης και οι αναμνήσεις.
Τέλος, έπειτα από πολυετή παραμονή στην κόλαση της Αφρικής, δυο εφιαλτικά περιστατικά ανασκαλεύουν και
ξεσκεπάζουν ένα παρελθόν που είχε κατορθώσει με τα ψέματα να κρύψει από τον εαυτό του.
Η όλη ιστορία τελειώνει με τον ήρωα παίρνοντα την απόφαση ν' αυτοκτονήσει κατα τ...
ΑΝ ΚΑΤΙ ΔΕΝΕΙ τις ιστορίες αυτού του βιβλίου, σ ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό είναι ο τόπος? η πυξίδα τους σημαδεύει τον βορρά. Αναρωτιέμαι τελικά μήπως ο τόπος είναι και ο τρόπος, μήπως η γλώσσα είναι το άλλο χώμα, το πνευματικό, από το οποίο αναφύεται το ύφος, που για κάποιους ταυτίζεται με τον άνθρωπο. Μακρά παράδοση συνδέει το διήγημα με τις γενέτειρες των θεραπόντων του, οι υπηρέτες του είδους αυτού φέρουν βαρύ φορτίο στους ώμους τους — βαρύ όσο κι ένα τοπίο. Οι ιστορίες αυτού του βιβλίου επιχειρούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στον πεζό και τον ποιητικό λόγο, ανάμεσα στην περ...
Oι ήρωες των τριών ιστοριών του Γιώργου Μητά ζουν και κινούνται στα γερασμένα σπίτια, στους έρημους δρόμους, στις εγκαταλειμμένες αποβάθρες του λιμανιού του Χαλ, μέσα σ' ένα σκοτεινό χειμωνιάτικο σκηνικό. Ωστόσο κάποιες μικρές φωτεινές εστίες -η Κεντρική Βιβλιοθήκη, που η πρόσοψή της ακτινοβολεί μες στο λυκόφως, η παμπ, που προβάλλει σαν φάρος μες στο σκοτάδι- αλλά και οι λιγοστές ηλιόλουστες ημέρες καταφέρνουν να ζεστάνουν τις ψυχές τους, απαλύνοντας τη μοναξιά, τον πόνο του ανεκπλήρωτου έρωτα, την υπαρξιακή αγωνία. Το κέλυφος της μοναξιάς τους όμως διαρρηγνύεται πραγματικ...
Οι «Ναυαγοί χωρίς Σωσίβιο» επιχειρούν μια ανατομία, σε πολλαπλά επίπεδα, της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην πρόσφατη οικονομική κρίση και μάλιστα στο κορύφωμά της. Επομένως, το έργο, παρά τον συμβολισμό των ονομάτων, πατάει στον κοινωνικό ρεαλισμό -τον βαθύτερο όμως και αποκαλυπτικό, όχι στην περιγραφική, επιφανειακή, νατουραλιστική εκδοχή του. Το ονόμασα δε «μυθοδοκίμιο», διότι συζευγνύει τον θεωρητικό-δοκιμιακό λόγο με το μυθικό-λογοτεχνικό στοιχείο....
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...