Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Ποιος είναι ο μυστηριώδης νέος που συναντά τυχαία η Μαρίνα σε σημαντικές στιγμές της ζωής της, τον οποίο τον έχει βαφτίσει η ίδια Αύγουστο; Αυτή του ανοίγει την καρδιά της και σε αντάλλαγμα εκείνος της προσφέρει μελένια σύκα.Η ηρωίδα μας, μια σύγχρονη γυναίκα στα τριάντα πέντε της χρόνια, μετρά τα καλοκαίρια της. Μας ταξιδεύει στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου και στο σαγηνευτικό μα δύσβατο δρόμο του έρωτα. Βιώνουμε μαζί της, σε μια νοσταλγική αναδρομή από την πρώιμη εφηβική της ηλικία, τις περιπέτειές της. Τη βλέπουμε να χτίζει σχέσεις, να ακολουθεί τα προστάγματα της έντον...
Στο διπλανό δωμάτιο φαινόταν ένας μουσάτος κύριος σε γονατιστή στάση. Ήταν μισοντυμένος µε µια ολόλευκη ιατρική ρόμπα και από τον λαιμό του λικνιζόταν ένα στηθοσκόπιο. Έμοιαζε βέβαια µε γιατρό αυτός ο κύριος. Ο γιατρός –ας τον αποκαλέσουμε έτσι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου– αντί για παπούτσια φορούσε ένα ζευγάρι καταπράσινες σαγιονάρες µε ομοιόχρωμες χοντρές κάλτσες. Ταυτόχρονα είχε τη ρόμπα του φόρα παρτίδα ανοιχτή και από μέσα ήταν ολόγυμνος. Όρθια μπροστά στον γιατρό στεκόταν µια νεαρά ύπαρξη, που επίσης φορούσε λευκή ρόμπα. Έμοιαζε βέβαια µε νοσοκόμα – ας την αποκαλέσ...
Θαλασσινό μεθύσι ήταν εκείνος ο χορός στην αγκαλιά του Τζώρτζη. Φωτιές πετούσαν τα μάτια τους. Σκίρτησαν οι καρδιές στην παγωνιά της νύχτας. Έρωτας και πάθος τύλιξε τα κορμιά. Ταξίδι μακρινό ήταν το όνειρο. αλήθεια και μυστικό η σιωπή της Σεβαστιανής όλα αυτά τα χρόνια... Η σφαίρα ούτε που ακούστηκε μέσα στην καταιγίδα. Το βαθύ άλικο δεν φάνηκε στην πλάτη του άντρα που έπαιζε με μανία το βιολί. Το ξέπλυνε το κύμα και η βροχή, το πήρε πέρα ο αέρας. Τα μάτια δεν πρόλαβαν να δουν πώς και πού χάθηκε εκείνος. Το κύμα βγήκε θεριό στην παραλία. Κόκκινη έγινε η θάλασσα στα πόδια τη...
Ανατολή το όνομά μου, γεμάτο ζωή και φως. Μαλλιά σαν ηλιαχτίδες, μάτια τρομαγμένα κοιτάζουν το χθες. Φόβοι σαλεύουν το μυαλό. Κουκούλι τυλιγμένο το εγώ μου, κρύβεται στα έγκατα της ψυχής μου. Μοίρα μέσα από θάνατο και γέννα. Αγάπες και λάθη που εκδικούνται. Ντυμένη φλόγα και μετάξι παίρνω τη δερμάτινη βαρκούλα και ταξιδεύω ως τη Θράκη. Στο παλιό αρχοντικό περιμένουν η Ευδοκία, η Σμαρώ και η Σουλτάνα. Δύσκολο το αντάμωμα, μεταξοσκώληκες ανάμεσά μας... Αργά αργά τυλίγουν στο νήμα τους ιστορίες, σκάνδαλα, μίση και προσδοκίες. Αράζω τη βαρκούλα στην αγκαλιά του Ρήγα. Κάνει ζωγρ...
"Η Μιχριμπάν έτρεξε προς την προκυμαία. Κοίταζε μια το λιμάνι και μια το πλήθος των δυστυχισμένων που πηδούσαν μες στις βάρκες και στη θάλασσα για να σωθούν, όταν ένας βαρκάρης την τράβηξε από το χέρι. Πίσω η Σμύρνη καιγόταν κι ένας μαύρος καπνός σκοτείνιαζε τον ουρανό. Ίσως αυτές ήταν οι τελευταίες εικόνες που είδε λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της και με αυτές βυθιζόταν......