Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Πώς θα ένιωθες αν ξυπνούσες στο απόλυτο σκοτάδι; Εκεί, όπου κρύβονται οι χειρότεροι φόβοι σου; Η Ναντίν έχει από μικρή το χάρισμα να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει με την ψυχή της στον αστρικό κόσμο. Μέχρις ότου, αυτό που ως τώρα τη βοηθούσε να ξεφεύγει από τις δυσκολίες μετατράπηκε σε κίνδυνο για την ίδια της την ύπαρξη. Στο τελευταίο της ταξίδι δεν επιστρέφει στο σώμα της, αλλά ξυπνά σε ένα μέρος ζοφερό, όπου το Σκότος κυριαρχεί και κρύβει πλάσματα βγαλμένα από τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες. Όμως, εκεί δεν είναι μόνη. Για πρώτη φορά στη ζωή της βρίσκεται μαζί με άλλου...
1826. Το Μεσολόγγι χάνεται, αλλά η Έξοδος γίνεται κραυγή ελευθερίας που αντηχεί σε όλη την Υφήλιο. Οι αμφιταλαντευόμενες μέχρι τότε Μεγάλες Δυνάμεις συντάσσονται με τους «ραγιάδες» και σύντομα η άκρη της Βαλκανικής, από ταλαίπωρη γωνιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γίνεται Ελλάδα…
1827. Η Σάνα και η Ρουθ, δυο γυναίκες που επέζησαν από την Έξοδο έχουν μετατρέψει ένα ξεχασμένο αρχαίο φρούριο και εγκαταλειμμένο μοναστήρι στην Ανατολική Μακεδονία, σε καταφύγιο για κορίτσια που σώζουν από τα σκλαβοπάζαρα. Εκεί, στο «Βουνό», όπως το λένε μεταξύ τους, μαθαίνουν στα κορίτσια ...
Δεκαετία του ’70, σ’ ένα χωριό στην Ξάνθη. Η Αλισάβα ζούσε μόνη της όλα αυτά τα χρόνια· δεν είχε φίλους, δεν είχε συγγενείς. Τους έχασε όλους μες στους καπνούς του πολέμου. Από μικρό κορίτσι, διάλεγε τα ρουχαλάκια τους, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους δικούς της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, τους κερνούσε, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά τους αποθαμένους δεν τους αποχωριζόταν.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό ήρθε ο σεισμός σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδ...
Ανατολή το όνομά μου, γεμάτο ζωή και φως. Μαλλιά σαν ηλιαχτίδες, μάτια τρομαγμένα κοιτάζουν το χθες. Φόβοι σαλεύουν το μυαλό. Κουκούλι
τυλιγμένο το εγώ μου, κρύβεται στα έγκατα της ψυχής μου. Μοίρα μέσα από θάνατο και γέννα. Αγάπες και λάθη που εκδικούνται.
Ντυμένη φλόγα και μετάξι παίρνω τη δερμάτινη βαρκούλα και ταξιδεύω ως τη Θράκη. Στο παλιό αρχοντικό περιμένουν η Ευδοκία,
η Σμαρώ και η Σουλτάνα. Δύσκολο το αντάμωμα, μεταξοσκώληκες ανάμεσά μας... Αργά αργά τυλίγουν στο νήμα τους ιστορίες, σκάνδαλα, μίση και
προσδοκίες. Αράζω τη βαρκούλα στην αγκαλιά του Ρήγα...
Αλήθεια, ποιος μπορεί να γνωρίζει τι του επιφυλάσσει η ζωή; Ποιος ορίζει τη μοίρα των ανθρώπων; Μπορεί άραγε ο οποιοσδήποτε να αλλάξει τη ζωή του, όταν ένα αόρατο χέρι διέπει τα πάντα; Κι όμως, οι τρεις Μοίρες, οι θεότητες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γνέθουν το νήμα της ζωής που κρατούν στα χέρια τους, αποδεικνύοντας πόσο μικρή κι αδύναμη είναι. Αυτές οι Μοίρες άραγε ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής κάθε ανθρώπου; Είναι όλα προκαθορισμένα; αναρωτήθηκε η Εσμά, καθώς σκεφτόταν όλα όσα της συνέβαιναν και κούρνιασε τυλιγμένη στην κουβέρτα που της πρόσφεραν, καθ...