Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Πώς θα ένιωθες αν ξυπνούσες στο απόλυτο σκοτάδι; Εκεί, όπου κρύβονται οι χειρότεροι φόβοι σου; Η Ναντίν έχει από μικρή το χάρισμα να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει με την ψυχή της στον αστρικό κόσμο. Μέχρις ότου, αυτό που ως τώρα τη βοηθούσε να ξεφεύγει από τις δυσκολίες μετατράπηκε σε κίνδυνο για την ίδια της την ύπαρξη. Στο τελευταίο της ταξίδι δεν επιστρέφει στο σώμα της, αλλά ξυπνά σε ένα μέρος ζοφερό, όπου το Σκότος κυριαρχεί και κρύβει πλάσματα βγαλμένα από τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες. Όμως, εκεί δεν είναι μόνη. Για πρώτη φορά στη ζωή της βρίσκεται μαζί με άλλου...
Σαράντα αυτοτελείς ιστορίες διαβάσματος, συμπτώσεων, γέλιου και μαγείας που ίσως να έχουν συμβεί κάπου στην Αθήνα και περιστρέφονται γύρω από την ανάγνωση, τη συγγραφή αλλά και την ενέργεια ενός βιβλίου. Το βιβλίο ως αντικείμενο, περιεχόμενο, αλλά και γιατρικό για τον απανταχού αναγνώστη.
Κοινά μυστικά που συνδέουν αναγνώστες, συγγραφείς, βιβλιοπωλεία, τυπογραφεία και εκδοτικούς οίκους, σελίδες που δεν είναι φτιαγμένες μόνο από χαρτί και μελάνι. Ένα ταξίδι ψυχής και νου χωρίς εισιτήριο, μια απάντηση σε κάθε πρόβλημα στο πέρασμα του χρόνου.
Δε Μπουκ όπως μπουκάρω: στη ...
"Σε κάποιο χωριό της Κρήτης γεννιέται ο Νικηφόρος Χερουβείμ, καρπός ενός βιασμού και ""υιοθετημένο"" τέκνο ενός βεβιασμένου γάμου. Είναι ένα πανέξυπνο παιδί που λατρεύει τη μητέρα του τη Συρμαλιώ και μισεί τον ""πατέρα"" του. Με αποσκευές βαριές από την παιδική του ηλικία, ο Νικηφόρος εκτινάσσεται και διαγράφει μια λαμπρή, για τους πολλούς, πορεία: κατακτά τίτλους σπουδών, αποκτά διασυνδέσεις, θέσεις, κοινωνική επιφάνεια, πλούτο, οικογένεια. Μέσα σε αυτή τη λυσσαλέα προσπάθεια για άνοδο, χάνει το πολυτιμότερο: την ψυχή του. Η εμπλοκή του σε κυκλώματα τοκογλυφίας, πλειστηρια...
Δεκαετία του ’70, σ’ ένα χωριό στην Ξάνθη. Η Αλισάβα ζούσε μόνη της όλα αυτά τα χρόνια· δεν είχε φίλους, δεν είχε συγγενείς. Τους έχασε όλους μες στους καπνούς του πολέμου. Από μικρό κορίτσι, διάλεγε τα ρουχαλάκια τους, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους δικούς της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, τους κερνούσε, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά τους αποθαμένους δεν τους αποχωριζόταν.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό ήρθε ο σεισμός σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδ...