Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Καλοκαίρι. Μια παρέα εφήβων ετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Φροντιστήριο, καβγάδες με τους γονείς, ραντεβού με τη Μάρω και την Κάτια, ο ερασιτεχνικός σταθμός στην ταράτσα του Δημήτρη του ’94, μπάνια στη θάλασσα, θερινά σινεμά και λίγο διάβασμα. Μετά τις εξετάσεις, σαν σε παλιό χορό, τα ζευγάρια θα χωρίσουν, για να σμίξουν ξανά σε νέους συνδυασμούς, και η παρέα θα διαλυθεί πριν προλάβουν οι φιλίες να ξεφτίσουν. Οι ήρωες πληρώνουν τα διόδια του τέλους της εφηβείας τους. Και το ταξίδι συνεχίζεται…
Έργα και ημέρες μιας παρέας υποψηφίων για το Πανε...
«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.
Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.
Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.
Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.
Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα,...
Οι γονείς είναι μια ιστορία χωρίς αρχή, έχουν μια ζωή πριν από εμάς και όταν φεύγουν γίνονται μυστήριο, σχεδόν άγνωστοι. Με την απουσία τους συνειδητοποιούμε ό,τι μας έχει διαφύγει, τους πενθούμε με τις απορίες μας, με τα αναπάντητα ερωτήματά μας, με μια τρυφερότητα που μόνο με την αποχώρησή τους γίνεται τόσο απόλυτη. Σαν τον Ορφέα, θέλουμε να τους φέρουμε πίσω, αρχίζουμε μαζί τους μια κατάβαση στον Άδη και βυθιζόμαστε για καιρό ευπρόσβλητοι και εκτεθειμένοι......
Ο Μάριος από εδώ και πέρα δε λογάριαζε πια, αν κόντευαν να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του. Άρχισε να επιταχύνει τον βηματισμό του. Το βλέμμα του το είχε μονίμως καρφωμένο εκεί μακριά, στο πλεούμενο. Με αγωνία προσπαθούσε να εντοπίσει τη σιλουέτα του ευεργέτη του για να ανασάνει. Όταν λαχάνιαζε από την πολλή προσπάθεια που κατέβαλλε, κατά τη διάρκεια της πορείας του, κοντοστεκόταν και καθόταν πάνω στην άμμο ή πάνω στα βότσαλα, να ξαποστάσει. Μετά σηκωνόταν με μιας και έβρεχε το ξαναμμένο του πρόσωπο με θαλασσινό νερό για να δροσιστεί. Και ύστερα πάλι ορμούσε προς τα μπρος...
"Οι κουρέλες είναι τα ταξίδια που δεν κάναμε, τα πρόσωπα και τα όνειρα που ξέφτισαν στο διάβα του χρόνου, οι ελπίδες που χάθηκαν παρασυρμένες από το αμείλικτο και αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου. Είναι η καταστροφική ""αγάπη"" μας για το περιβάλλον. Το συλλογικό που έγινε ατομικό. Το ποτάμι της ιστορίας μας έχει αιχμαλωτίσει και χωρίς οίκτο μας παρασέρνει σ' ένα αβέβαιο μέλλον. Μα, θα μου πείτε, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Εμείς είμαστε σίγουροι για το μέλλον, γιατί είμαστε με τους νικητές. Και οι νικητές είναι αυτοί που γράφουν την ιστορία....