Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Ενώ περπατά με το κεφάλι σκυφτό, βλέπει ξαφνικά στο έδαφος ένα «ντάιμ», δηλαδή ένα νόμισμα των δέκα σεντς, που χρησίμευε τότε στην Αμερική ως τηλεφωνικό κέρμα. Βουτάει το νόμισμα και τρέχει πάλι στον τηλεφωνικό θάλαμο. Κλείνει την πόρτα, αρπάζει το ακουστικό και ρίχνει το νόμισμα μέσα στη συσκευή ενώ το χέρι του πάει στο καντράν του τηλεφώνου. Μα, εκεί που πάει να σχηματίσει το πρώτο ψηφίο ενός αριθμού, σταματά. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει, από τη χαρά στη λύπη. Αφήνει το ακουστικό να κρέμεται και ξαναβγαίνει. Γιατί όμως δεν τηλεφώνησε;
Από αυτό το ερώτημα, στο ...
Το σαλόνι μας είναι ένα στοπ καρέ, ένα στιγμιότυπο ταινίας. Δεν ζούμε. Ποζάρουμε. Ένας σύζυγος που έχει απατήσει και το έχει μετανιώσει. Μια σύζυγος που σκοτώνει τον άντρα της από απόγνωση. Νέοι που οδηγούνται στο έγκλημα από πλήξη. Ενδοοικογενειακή βία και ένοχα, κρυμμένα μυστικά, που θέλουν να αποκαλυφθούν. Ανάμεσα σε εφημερίες, συμφωνίες και πάσης φύσεως συνδιαλλαγές, οι ήρωες των ιστοριών προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους - ή να τον χάσουν, ακολουθώντας κάποιον άλλον. Ερωτικές σχέσεις, σχέσεις γονιών και παιδιών, ακόμα και σχέσεις τυχαίων μεταξύ τους ανθρώπων βγαίνουν ...
Στην αρχή, ο Κάρολος πηγαίνει στην τρίτη δημοτικού, η Λίλη στην πρώτη· ο μπαμπάς τους δουλεύει στη σωληνουργία· είναι ο καλύτερος μπαμπάς που μπορεί να έχει κανείς· δεν παραπονιέται ποτέ για τα βάσανά του. Βάσανα έχει· βλέπει όμως πάντα την ηλιόλουστη πλευρά του δρόμου. Η μαμά τους είναι όμορφη (παρά το στραβό εκείνο δόντι), αλλά πίνει πολύ· ουίσκι, καμιά φορά τζιν· ακόμα, κάνει βόλτες στα μαγαζιά, μιλάει (ψιθυριστά) στο τηλέφωνο και νοσταλγεί την Αφρική, όπου ζούσε κάποτε μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, τα σκυλιά τους και τα άλογά τους. Ο μπαμπάς αγαπάει τρελά τη μαμά, η...
Δύο γυναίκες.
Η Ελληνίδα. Μεγάλη σε ηλικία, ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί, αμίλητη και κλεισμένη στον εαυτό της, και, το κυριότερο, με Αλτσχάιμερ. Δεν θυμάται τίποτε πια. Έχει ξεχάσει ποια ήταν, τι έζησε, ποιον και πόσο αγάπησε. Κι αν τη δονούν ακόμη κάποιες εκλάμψεις, σύντομα θα πάψουν κι αυτές…
Η Αλβανίδα. Μεσόκοπη, πληγωμένη, προδομένη, αλλά δυνατή και αισιόδοξη ταυτόχρονα, με χιούμορ, με πίστη στη ζωή, με αγάπη για όλο τον κόσμο και κυρίως γι’ αυτήν εδώ τη γυναίκα που τη φροντίζει και της βουρτσίζει κάθε μέρα τα μαλλιά. Και ομιλητική: δεν σταματά να μιλά, και να ...