Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Οι «Ναυαγοί χωρίς Σωσίβιο» επιχειρούν μια ανατομία, σε πολλαπλά επίπεδα, της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην πρόσφατη οικονομική κρίση και μάλιστα στο κορύφωμά της. Επομένως, το έργο, παρά τον συμβολισμό των ονομάτων, πατάει στον κοινωνικό ρεαλισμό -τον βαθύτερο όμως και αποκαλυπτικό, όχι στην περιγραφική, επιφανειακή, νατουραλιστική εκδοχή του. Το ονόμασα δε «μυθοδοκίμιο», διότι συζευγνύει τον θεωρητικό-δοκιμιακό λόγο με το μυθικό-λογοτεχνικό στοιχείο....
"""...Μα το τυχαίο είναι βασιλιάς και μας κάνει να φαινόμαστε αστείοι ό,τι κι αν πούμε, ακίνητοι όπου κι αν πάμε, ψεύτες σε ότι κι αν πιστέψουμε, ανόητοι όσο κι αν σκεφτόμαστε. Η πράξη, γρήγορα πάντα, ρίχνει μια δυνατή κλωτσιά στη θεωρία. Μπλέκοντας με όλα αυτά που οι λέξεις αρνούνται να περιγράψουν. Σηκώνοντας ένα βάρος που δεν ξέρω γιατί το θεωρώ δικό μου, μάλλον δεν έπρεπε να δεχτώ αυτό το ρόλο, τώρα ακούω το σχέδιο βήτα με τα χείλη σφιγμένα και τις παλάμες ιδρωμένες, με την αγωνία της σιγουριάς πως δεν υπάρχει τίποτα...""...
"Μια ομάδα εννέα ορειβατών με επικεφαλής τον Ιγνάτιο Δρυ αγνοείται στις παγωμένες πλαγιές του Ολύμπου. Η ομάδα διάσωσης που συγκροτείται για την ανεύρεσή τους, σύντομα θα βρεθεί μπροστά σ' ένα απίστευτα μακάβριο εύρημα. Ο Γιώργος Πελασγός, διασώστης και αδελφικός φίλος του Ιγνάτιου, στην επίμονη αναζήτησή τους για την απαγορευμένη αλήθεια πίσω απ' τα γεγονότα στο βουνό των θεών, θα τρυπήσει το πέπλο της άγνοιας που κάλυπτε με ψεύτικη ασφάλεια τη ζωή του και θα βρεθεί επικίνδυνα κοντά, στο επίκεντρο μια προαιώνιας σύγκρουσης ανάμεσα στις δυνάμεις του φωτός και του σκότους!...
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...