Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Ένας συγγραφέας ετοιμάζεται να γράψει το καινούργιο του βιβλίο. Για να συγκεντρώσει το υλικό που χρειάζεται, σχεδιάζει να ταξιδέψει σε μια μακρινή πολιτεία.
Οι φίλοι του προσπαθούν να τον αποτρέψουν: «Είναι διαβολότοπος, τι δουλειά έχεις εσύ εκεί;» επιμένουν.
Εκείνος τους αγνοεί, κι έτσι ένα ωραίο πρωί ξεκινάει το ταξίδι του.
Δυο μέρες αργότερα θα βρεθεί σ’ ένα μέρος που ξεπερνάει την ίδια του τη φαντασία. Και γίνεται ο ίδιος ήρωας στο βιβλίο που σκόπευε να γράψει....
Επίμετρο: Θανάσης Αγάθος
«Yπάρχουν όνειρα που πουλιούνται στην αγορά, συσκευασμένα νωπά, σε τιμή ευκαιρίας, όνειρα εισαγωγής ή και ντόπια, αφορολόγητα, εγχώριας κατασκευής, όνειρα που βγαίνουν ανάλογα με τις εποχές, όπως τα φρούτα, κι άλλα στην ψυχραποθήκη, που τα βρίσκεις όλη τη χρονιά, όνειρα σε λαϊκές αγορές και πολυκαταστήματα, άλλα μεγαλωμένα με χημικά λιπάσματα κι άλλα με κοπριά ζώων, δηλαδή αγνά, όνειρα θερμοκηπίων κι όνειρα ελευθέρας βοσκής, όνειρα με δόσεις και μισοτιμής».
Η πρωτοποριακή εφημερίδα Επετηρίδα των Ονείρων.
Μια συντροφιά σε ένα κότερο επιδίδε...
«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.
Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.
Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.
Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.
Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα,...
Οι γονείς είναι μια ιστορία χωρίς αρχή, έχουν μια ζωή πριν από εμάς και όταν φεύγουν γίνονται μυστήριο, σχεδόν άγνωστοι. Με την απουσία τους συνειδητοποιούμε ό,τι μας έχει διαφύγει, τους πενθούμε με τις απορίες μας, με τα αναπάντητα ερωτήματά μας, με μια τρυφερότητα που μόνο με την αποχώρησή τους γίνεται τόσο απόλυτη. Σαν τον Ορφέα, θέλουμε να τους φέρουμε πίσω, αρχίζουμε μαζί τους μια κατάβαση στον Άδη και βυθιζόμαστε για καιρό ευπρόσβλητοι και εκτεθειμένοι......
Ο Μάριος από εδώ και πέρα δε λογάριαζε πια, αν κόντευαν να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του. Άρχισε να επιταχύνει τον βηματισμό του. Το βλέμμα του το είχε μονίμως καρφωμένο εκεί μακριά, στο πλεούμενο. Με αγωνία προσπαθούσε να εντοπίσει τη σιλουέτα του ευεργέτη του για να ανασάνει. Όταν λαχάνιαζε από την πολλή προσπάθεια που κατέβαλλε, κατά τη διάρκεια της πορείας του, κοντοστεκόταν και καθόταν πάνω στην άμμο ή πάνω στα βότσαλα, να ξαποστάσει. Μετά σηκωνόταν με μιας και έβρεχε το ξαναμμένο του πρόσωπο με θαλασσινό νερό για να δροσιστεί. Και ύστερα πάλι ορμούσε προς τα μπρος...