Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Προσωπικά η σχέση μου με τη νοσταλγία μένει σχέση στενή, αλλά και επίφοβη μια και σε κατακρατά στο ανικανοποίητο. Το θετικό είναι ότι επειδή ακριβώς οι νοσταλγίες για τα γεγονότα και κυρίως για τα πρόσωπα που πέρασαν αλλά δεν προσπέρασαν απ΄τη ζωή μου, έχουν μαγεία, μαγεία φωτεινή ή σκοτεινή, με εμπνέουν. Εκ των υστέρων αναδείχνουν τη ζωή περισσότερο ενδιαφέρουσα, ποιητική, θεατρική, ελκυστική, με κρυμμένα νοήματα και σύμβολα, και μ’ αυτό που λέει ο ποιητής,”το παρ΄ολίγο να συμβεί”, πλησίον. Μου θερμαίνουν την ανάγκη να περιγράψω όσα συνέβησαν για να τα ξαναζώ, να τα διαιω...
Πώς θα ένιωθες αν ξυπνούσες στο απόλυτο σκοτάδι; Εκεί, όπου κρύβονται οι χειρότεροι φόβοι σου; Η Ναντίν έχει από μικρή το χάρισμα να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει με την ψυχή της στον αστρικό κόσμο. Μέχρις ότου, αυτό που ως τώρα τη βοηθούσε να ξεφεύγει από τις δυσκολίες μετατράπηκε σε κίνδυνο για την ίδια της την ύπαρξη. Στο τελευταίο της ταξίδι δεν επιστρέφει στο σώμα της, αλλά ξυπνά σε ένα μέρος ζοφερό, όπου το Σκότος κυριαρχεί και κρύβει πλάσματα βγαλμένα από τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες. Όμως, εκεί δεν είναι μόνη. Για πρώτη φορά στη ζωή της βρίσκεται μαζί με άλλου...
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...
Δεκαετία του ’70, σ’ ένα χωριό στην Ξάνθη. Η Αλισάβα ζούσε μόνη της όλα αυτά τα χρόνια· δεν είχε φίλους, δεν είχε συγγενείς. Τους έχασε όλους μες στους καπνούς του πολέμου. Από μικρό κορίτσι, διάλεγε τα ρουχαλάκια τους, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους δικούς της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, τους κερνούσε, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά τους αποθαμένους δεν τους αποχωριζόταν.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό ήρθε ο σεισμός σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδ...