Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Κόντρα στα θέλω της οικογένειάς της, η Όλγα ζει το όνειρό της στην Ελβετία, κάνοντας το πάθος της επάγγελμα. Μοναχοκόρη αστυνομικού, μεγαλωμένη σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, δεν είχε βιώσει τραγικές απώλειες. Τα δεδομένα και οι σταθερές της ανατράπηκαν τη στιγμή που εισέβαλε στη ζωή της, φαινομενικά τυχαία, ο Σέργιος. Τόσο θρασύς, παράτολμος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και γοητευτικά ωραίος. Έκτοτε τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Η προσωπική τους ιστορία άνοιξε την πόρτα στο παρελθόν. Ένα παρελθόν που αφορά δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους και σημάδεψε για πάντα τις ζωές πολλών...
Μήδεια, Ανατολική Θράκη, Οκτώβριος 1922. Όλοι μιλούσαν για πόλεμο, μα κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Χωρίς να το ξέρουν, οι κάτοικοι ήταν εγκλωβισμένοι στη δίνη γεγονότων που θα άλλαζαν για πάντα τη ζωή τους. Η Ερμιόνη και η Νίκη σχεδίαζαν το μέλλον τους. Μα όλα έμελλε σύντομα να αλλάξουν…
«Έρχονται οι Τσέτες! Γρήγορα, μαζέψτε τα!» ακούστηκαν οι καβαλάρηδες εκείνο το βράδυ. Το καραβάνι των ξεριζωμένων ξεκίνησε στο συρφετό της νύχτας. Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Ξάνθη, Δράμα, οι πρώτες πόλεις που θα τους υποδεχτούν για να στεγάσουν μέσα σε χαλάσματα τα συντρίμμια μιας ολόκληρη...
Μία χιουμοριστική ιστορία που δείχνει πως ίσως μόνο το ανεκπλήρωτο να δίνει νόημα στη ζωή μας… Με λένε Αλεξία, είμαι τριάντα τριών χρονών, έχω μια επιτυχημένη καριέρα, μια πολύ αγαπημένη οικογένεια και τρεις φίλους που με στηρίζουν σε κάθε φάση της ζωής μου. Κοινώς, τα έχω όλα. Το μόνο που μου λείπει είναι ένας άντρας, που όμως μου τον φέρνει ο Άγιος Βασίλης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Και ενώ το όνομά του είναι χάλια, εκείνος είναι λίγο πιο τέλειος από τον ιδανικό άντρα όπως τον είχα φανταστεί. Ή μήπως όχι; Γιατί η αλήθεια είναι ότι ο ιδανικός άντρας δεν σε παρατάει, επ...
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντα...