Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Η Μαρίκα η Ταταυλιανή, μια Πολίτισσα κυρά, λογία μα και μποέμισσα, μέσα από την μακρά αφήγηση του βίου της, αναφέρεται παράλληλα, άλλοτε περιληπτικά κι άλλοτε διεξοδικά, σε περιστατικά και σε πρόσωπα, με έμφαση στην κοινωνική ζωή των Ρωμιών και των Τούρκων και στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και συμπολιτών της που ανήκουν σε άλλες μειονοτικές ομάδες, οι οποίες συνδιαμορφώνουν την ανθρωπογεωγραφική ταυτότητα της Πόλης του περασμένου αιώνα. Ο λόγος της διακόπτεται συχνά από σπαρακτικά ιντερμέδια της διαταραγμένης μνήμης της που είναι στοιχειωμένη απ' τα ανεπούλωτα τραύματα της...
Όπως το πλοίο γέρνει όλο και περισσότερο, σπάνε και οι τελευταίες πόρτες και τα παράθυρα του σαλονιού, και η θάλασσα μπαίνει
με τεράστια ορμή στο εσωτερικό. Παρασύρει με μεγάλη σφοδρότητα στο πέρασμά της ό,τι συναντάει.
Όχι μόνο καθίσματα και έπιπλα, αλλά και ανθρώπους! Ανθρώπους που παλεύουν με όσο κουράγιο έχουν. Μερικοί απ’ αυτούς έχουν δύναμη
αρκετή, μα δεν μπορούν να τα βάλουν με την ίδια την Κόλαση.
Βλέπω κάποιους να προσπαθούν να γαντζωθούν από το πάτωμα, άλλους να πιάνουν κάτι σταθερό και να προσπαθούν να σκαρφαλώσουν
μέχρι την έξοδο αυτού του πηγαδι...
"Τσακωνόμουν ωραία και καλά ένα κυριακάτικο βράδυ με τον αδερφό μου και όταν, επιτέλους, έπεσα για ύπνο μουτρωμένη, ανακάλυψα πως κάποιος σουλατσάριζε στο δωμάτιό μας, η πόρτα δεν άνοιγε, το φως δεν άναβε και ένα άγνωστο αγόρι μάς ανακοίνωσε στα σκοτεινά πως ήρθε για να γίνουμε αδέρφια και να μας πάρει μαζί του σε μυστικές πολιτείες! Εμένα και το βάσανό μου. Τον αδερφό μου τον Ηλία....