Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Καλοκαίρι. Μια παρέα εφήβων ετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Φροντιστήριο, καβγάδες με τους γονείς, ραντεβού με τη Μάρω και την Κάτια, ο ερασιτεχνικός σταθμός στην ταράτσα του Δημήτρη του ’94, μπάνια στη θάλασσα, θερινά σινεμά και λίγο διάβασμα. Μετά τις εξετάσεις, σαν σε παλιό χορό, τα ζευγάρια θα χωρίσουν, για να σμίξουν ξανά σε νέους συνδυασμούς, και η παρέα θα διαλυθεί πριν προλάβουν οι φιλίες να ξεφτίσουν. Οι ήρωες πληρώνουν τα διόδια του τέλους της εφηβείας τους. Και το ταξίδι συνεχίζεται…
Έργα και ημέρες μιας παρέας υποψηφίων για το Πανε...
Η Μαρίκα η Ταταυλιανή, μια Πολίτισσα κυρά, λογία μα και μποέμισσα, μέσα από την μακρά αφήγηση του βίου της, αναφέρεται παράλληλα, άλλοτε περιληπτικά κι άλλοτε διεξοδικά, σε περιστατικά και σε πρόσωπα, με έμφαση στην κοινωνική ζωή των Ρωμιών και των Τούρκων και στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και συμπολιτών της που ανήκουν σε άλλες μειονοτικές ομάδες, οι οποίες συνδιαμορφώνουν την ανθρωπογεωγραφική ταυτότητα της Πόλης του περασμένου αιώνα. Ο λόγος της διακόπτεται συχνά από σπαρακτικά ιντερμέδια της διαταραγμένης μνήμης της που είναι στοιχειωμένη απ' τα ανεπούλωτα τραύματα της...
Γαλλία, 1570
Σ' ένα δάσος λουσμένο στο φως του φεγγαριού, ένα κορίτσι με μακριά μαύρα μαλλιά και έντονα πράσινα μάτια τρέχει πανικόβλητο. Πίσω της, άντρες με πυρσούς και μανιασμένους σκύλους την κυνηγούν. Την πλησιάζουν. Την περικυκλώνουν. Οι σκύλοι αλυχτούν δείχνοντας τα δόντια τους. Ορθάνοιχτα στόματα που ουρλιάζουν με λύσσα...
Ελλάδα, σήμερα
Η Χριστίνα πετάγεται κάθε βράδυ λουσμένη στον ιδρώτα από τους εφιάλτες. Κάποιοι την κυνηγούν και κάθε φορά ξυπνάει ακριβώς τη στιγμή που την πιάνουν. Πάντα στα όνειρά της κυριαρχούν δύο εφιαλτικά μαύρα μάτια.
Με τρόμο ανακαλύ...
«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.
Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.
Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.
Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.
Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα,...
Δύο γυναίκες.
Η Ελληνίδα. Μεγάλη σε ηλικία, ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί, αμίλητη και κλεισμένη στον εαυτό της, και, το κυριότερο, με Αλτσχάιμερ. Δεν θυμάται τίποτε πια. Έχει ξεχάσει ποια ήταν, τι έζησε, ποιον και πόσο αγάπησε. Κι αν τη δονούν ακόμη κάποιες εκλάμψεις, σύντομα θα πάψουν κι αυτές…
Η Αλβανίδα. Μεσόκοπη, πληγωμένη, προδομένη, αλλά δυνατή και αισιόδοξη ταυτόχρονα, με χιούμορ, με πίστη στη ζωή, με αγάπη για όλο τον κόσμο και κυρίως γι’ αυτήν εδώ τη γυναίκα που τη φροντίζει και της βουρτσίζει κάθε μέρα τα μαλλιά. Και ομιλητική: δεν σταματά να μιλά, και να ...