Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Από την Τρίπολη στη Δράμα, κι από τη Λάρισα στη Ρόδο, το επικό οδοιπορικό του Θάνου Αλεξανδρή ζωντανεύει τη νύχτα -μιας άλλης εποχής, που έχει πλέον παρέλθει- και τους πρωταγωνιστές της, την καψούρα και τις υπερβολές της, τις ιεροτελεστίες και τους κινδύνους της... "Αυτή η νύχτα μένει".
Αυτή που σε κρατάει ως τα χαράματα, σε αφήνει ταπί, σε δοκιμάzει με κάθε είδους πειρασμό κι αντιπερισπασμό. Είναι η νύχτα που στενάζει, ονειρεύεται, φαλτσάρει, πλακώνεται, ξοδεύεται στα "μαγαζιά" κάθε επαρχιακής πόλης.....
Η Μαρίκα η Ταταυλιανή, μια Πολίτισσα κυρά, λογία μα και μποέμισσα, μέσα από την μακρά αφήγηση του βίου της, αναφέρεται παράλληλα, άλλοτε περιληπτικά κι άλλοτε διεξοδικά, σε περιστατικά και σε πρόσωπα, με έμφαση στην κοινωνική ζωή των Ρωμιών και των Τούρκων και στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και συμπολιτών της που ανήκουν σε άλλες μειονοτικές ομάδες, οι οποίες συνδιαμορφώνουν την ανθρωπογεωγραφική ταυτότητα της Πόλης του περασμένου αιώνα. Ο λόγος της διακόπτεται συχνά από σπαρακτικά ιντερμέδια της διαταραγμένης μνήμης της που είναι στοιχειωμένη απ' τα ανεπούλωτα τραύματα της...
Προσωπικά η σχέση μου με τη νοσταλγία μένει σχέση στενή, αλλά και επίφοβη μια και σε κατακρατά στο ανικανοποίητο. Το θετικό είναι ότι επειδή ακριβώς οι νοσταλγίες για τα γεγονότα και κυρίως για τα πρόσωπα που πέρασαν αλλά δεν προσπέρασαν απ΄τη ζωή μου, έχουν μαγεία, μαγεία φωτεινή ή σκοτεινή, με εμπνέουν. Εκ των υστέρων αναδείχνουν τη ζωή περισσότερο ενδιαφέρουσα, ποιητική, θεατρική, ελκυστική, με κρυμμένα νοήματα και σύμβολα, και μ’ αυτό που λέει ο ποιητής,”το παρ΄ολίγο να συμβεί”, πλησίον. Μου θερμαίνουν την ανάγκη να περιγράψω όσα συνέβησαν για να τα ξαναζώ, να τα διαιω...
Οι γονείς είναι μια ιστορία χωρίς αρχή, έχουν μια ζωή πριν από εμάς και όταν φεύγουν γίνονται μυστήριο, σχεδόν άγνωστοι. Με την απουσία τους συνειδητοποιούμε ό,τι μας έχει διαφύγει, τους πενθούμε με τις απορίες μας, με τα αναπάντητα ερωτήματά μας, με μια τρυφερότητα που μόνο με την αποχώρησή τους γίνεται τόσο απόλυτη. Σαν τον Ορφέα, θέλουμε να τους φέρουμε πίσω, αρχίζουμε μαζί τους μια κατάβαση στον Άδη και βυθιζόμαστε για καιρό ευπρόσβλητοι και εκτεθειμένοι......
Ο Μάριος από εδώ και πέρα δε λογάριαζε πια, αν κόντευαν να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του. Άρχισε να επιταχύνει τον βηματισμό του. Το βλέμμα του το είχε μονίμως καρφωμένο εκεί μακριά, στο πλεούμενο. Με αγωνία προσπαθούσε να εντοπίσει τη σιλουέτα του ευεργέτη του για να ανασάνει. Όταν λαχάνιαζε από την πολλή προσπάθεια που κατέβαλλε, κατά τη διάρκεια της πορείας του, κοντοστεκόταν και καθόταν πάνω στην άμμο ή πάνω στα βότσαλα, να ξαποστάσει. Μετά σηκωνόταν με μιας και έβρεχε το ξαναμμένο του πρόσωπο με θαλασσινό νερό για να δροσιστεί. Και ύστερα πάλι ορμούσε προς τα μπρος...