Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Στην Ελλάδα των ετών 1917-1920, ο Αλέξανδρος Α΄, Βασιλιάς των Ελλήνων παρά τη θέλησή του, φανατικός αυτοκινητιστής, δεινός σπόρτσμαν και παθιασμένος μηχανολόγος, συνδέεται φιλικά με έναν ιταλοτραφή φουτουριστή ποιητή και επίδοξο κοινωνικό επαναστάτη, που ταλαντεύεται αμήχανα ανάμεσα σε δύο αντιθετικούς τρόπους ύπαρξης: την ειρωνική και την ηρωική στάση ζωής. Η αναπάντεχη αυτή φιλία, που σφυρηλατείται στο περιβάλλον του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Εκστρατείας της Ουκρανίας, εκβάλλει σε ανήκουστες περιπέτειες των δύο ηρώων και των συντρόφων τους...
Χάρη στη διπλή μορφή του μυθιστορήματος, ταξιδιωτικό στυλ και μνημοτεχνική μέθοδος, ο συγγραφέας μπόρεσε να αφήσει τους τρεις ναυαγούς του ελεύθερους να τρέξουν στο άγνωστο νησί, να έρθουν αντιμέτωποι με τη φύση και με τους εαυτούς τους, και να γνωρίσουν τους Αριόι... Όπως ο Μιχάλης, ο Αντώνης και ο Γαβρήλος, έτσι και ο συγγραφέας συνάντησε τυχαία τη χαμένη κάστα της Πολυνησίας, την επίλεκτη ομάδα των θεατρίνων που περιέπλεαν τον Ειρηνικό οργανώνοντας μεγάλα μουσικά και θρησκευτικά γλέντια που κατέληγαν πάντοτε σε ερωτικά όργια. Οι Αριόι εξαφανίστηκαν περί τα μέσα του 19ου ...
Η Ευγενία δεν χρειάστηκε ποτέ να αναλωθεί στον αγώνα της επιβίωσης ή σε ρομαντικές εξαρτήσεις. Η νεαρή αρχιτέκτων,
απαλλαγμένη από υποχρεώσεις, επιδίδεται σε αυτοσχέδιες περιπέτειες, εντός και εκτός συνόρων, αναζητώντας υλικό
για να συνθέσει την κοσμοθεωρία της: το τέλειο κτήριο, το τέλειο πιάνο, τον τέλειο άνθρωπο. Με οδηγό την επιστήμη και
την τέχνη ωθείται σε μια επικίνδυνη κατάδυση προς τον πυρήνα της ύπαρξης. Η επιβίωση μέσα σ’ αυτό το υπαρξιακό ναρκοπέδιο
δεν είναι εύκολη, ούτε και η κάθαρση εγγυημένη. Αλλά η Ευγενία δεν θα σταματήσει αν δεν φτάσει στο τελ...
"""Τα τελευταία είκοσι χρόνια και βάλε ο Παναγής τα 'χε ζήσει καταγής. Μες στο μούρκι του παππού του στον Λειμώνα, μια κοιλάδα εύφορη, στο ξεψύχισμα του ποταμού, δίπλα στη θάλασσα, μακριά απ' τον κόσμο, μια ώρα δρόμος μέσα απ' τα βουνά η πιο κοντινή πόλη, είκοσι λεφτά ποδαρόδρομος το διπλανό χωριό, εκεί πέρασε όλα τα παιδικά του καλοκαίρια, μα και Χριστουγεννόσκολα και Πάσχα κάθε χρόνο εκεί ήτανε, μέσα σ' εκείνο το μούρκι που 'χε στο έμπα του έναν δρυ, θεριό αλάκερο, με τις κλαδούρες του να διαφεντεύουνε αθρώπους και ζωντανά από κάτω...""...
"Στις μικρές αυτές ιστορίες που διατρεχουν πάνω από μισό αιώνα, από το μεσοπόλεμο μέχρι τη δεκαετία του ΄90, σκοντάφτει κανείς σε ανθρώπινα πάθη και δοκιμασίες της ζωής, έρωτες και απογοητεύσεις, πόνο αλλά και ελπίδα που, μαζί με την πίστη, κρατά εντέλει όρθιους τους ανθρώπους στα πόδια τους....
"Ήξερε ο Νικολής πως ο καπετάνιος δεν είχε ιδέα από στεριανές μηχανές, από τροχοφόρα, μονάχα με άξονες και προπέλες έκανε τις δουλειές του πενηνταπέντε χρόνια τώρα, από τα δώδεκα του μέσα στο γριγρί, μες στο Ανάργυρος, μες στο Ιωάννης, ύστερα σ' έναν μπάτη εξάμετρο και τα τελευταία σαράντα στο Δεσποινιώ που απόμεινε η μόνη του παρηγοριά στη ζωή, μαζί ταξιδεύανε με όλους τους καιρούς, αβύθιστο σκαρί το Δεσποινιώ, όχι σαν τα τσόφλια τα καινούρια, όργωνε το Αιγαίο και το Ικαρία, οχτώ και δέκα ώρες δρόμο από το αγκυροβόλι του για να ρίξει τα παραγάδια, ο Πέτρος τρόμαζε και μόνο...
Μία νεαρή γιατρός, η Τασία Ράντου, ψάχνει να βρει τις ρίζες της σε ένα χωριό του Κιλκίς. Εκεί, με τις μαρτυρίες από φίλες της μητέρας της και από ένα ξεχασμένο ημερολόγιο, ξετυλίγεται η ιστορία μιας παρέας νέων του χωριού, που διαδραματίστηκε στη διάρκεια της κατοχής, της αντίστασης και του εμφύλιου....
Ο Πολύβιος Αθανασιάδης είναι ένας ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών που δε μοιάζει με τους άλλους. Του αρέσει πολύ το επάγγελμά του, θεωρεί ότι είναι λειτούργημα και κάθε φορά καινοτομεί στον χώρο του με νέες πρωτότυπες ιδέες. Επίσης διαθέτει ένα σπάνιο χάρισμα: Οσμίζεται τον θάνατο όποτε αυτός πλησιάζει κάποιον....