Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Η Μαρίκα η Ταταυλιανή, μια Πολίτισσα κυρά, λογία μα και μποέμισσα, μέσα από την μακρά αφήγηση του βίου της, αναφέρεται παράλληλα, άλλοτε περιληπτικά κι άλλοτε διεξοδικά, σε περιστατικά και σε πρόσωπα, με έμφαση στην κοινωνική ζωή των Ρωμιών και των Τούρκων και στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και συμπολιτών της που ανήκουν σε άλλες μειονοτικές ομάδες, οι οποίες συνδιαμορφώνουν την ανθρωπογεωγραφική ταυτότητα της Πόλης του περασμένου αιώνα. Ο λόγος της διακόπτεται συχνά από σπαρακτικά ιντερμέδια της διαταραγμένης μνήμης της που είναι στοιχειωμένη απ' τα ανεπούλωτα τραύματα της...
Η διανοούμενη και άκρως φιλήδονη Σούζη, ερωτοτροπεί από μικρή με τους γείτονες αδερφούς Γεωργιάδη. Τον Σάκη και τον Μπίλη.
Τι θα συμβεί όμως, όταν βρεθεί νεκρή στο διαμέρισμά της; Όταν μάλιστα έχει κληθεί να διερευνήσει το έγκλημα ο ένας εκ των δύο
αδερφών, ο Μπίλης, ως διευθυντής του αστυνομικού τμήματος της περιοχής;
Οι τρεις αυτοί κεντρικοί ήρωες, μαζί μ’ έναν κύκλο φίλων, συγγενών και εραστών, θ’ αποτελέσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί
η έρευνα για την ανεύρεση του δράστη.
Πρόκειται για ένα γερά δομημένο μυθιστόρημα που η πλοκή του θα κρατήσει το...
Οι γονείς είναι μια ιστορία χωρίς αρχή, έχουν μια ζωή πριν από εμάς και όταν φεύγουν γίνονται μυστήριο, σχεδόν άγνωστοι. Με την απουσία τους συνειδητοποιούμε ό,τι μας έχει διαφύγει, τους πενθούμε με τις απορίες μας, με τα αναπάντητα ερωτήματά μας, με μια τρυφερότητα που μόνο με την αποχώρησή τους γίνεται τόσο απόλυτη. Σαν τον Ορφέα, θέλουμε να τους φέρουμε πίσω, αρχίζουμε μαζί τους μια κατάβαση στον Άδη και βυθιζόμαστε για καιρό ευπρόσβλητοι και εκτεθειμένοι......
Ο Μάριος από εδώ και πέρα δε λογάριαζε πια, αν κόντευαν να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του. Άρχισε να επιταχύνει τον βηματισμό του. Το βλέμμα του το είχε μονίμως καρφωμένο εκεί μακριά, στο πλεούμενο. Με αγωνία προσπαθούσε να εντοπίσει τη σιλουέτα του ευεργέτη του για να ανασάνει. Όταν λαχάνιαζε από την πολλή προσπάθεια που κατέβαλλε, κατά τη διάρκεια της πορείας του, κοντοστεκόταν και καθόταν πάνω στην άμμο ή πάνω στα βότσαλα, να ξαποστάσει. Μετά σηκωνόταν με μιας και έβρεχε το ξαναμμένο του πρόσωπο με θαλασσινό νερό για να δροσιστεί. Και ύστερα πάλι ορμούσε προς τα μπρος...