Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα», ο Μενέλαος Λουντέμης εξιστορεί τις μέρες του στην εξορία μετά τον Εμφύλιο. Ευρισκόμενος στην Ικαρία, σακατεμένος από το ξύλο και ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες, μεταφέρεται, κάποια στιγμή, στη Μακρόνησο. Περιγράφει με γλαφυρό ύφος τον καθημερινό αγώνα του ίδιου και των συγκρατούμενών του να επιβιώσουν στο ξερονήσι, τις φιλίες που εξυψώνουν το φρόνημα, αλλά και τις παρεμβάσεις από κομματικά όργανα. Επιχειρώντας μια σύνδεση με το παρελθόν, αναφέρεται στην προσπάθειά του να απομακρύνει από κοντά του γνωστούς και φίλους...
Ο Τίγκρε έχει πολλά όνειρα: Να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, να τα φτιάξει με το κορίτσι που αγαπά, να κάνει τη γιαγιά του περήφανη, να…
Όμως… Δικαιούται ένα παιδί της φαβέλας να ονειρεύεται; Σε τι μπορεί να ελπίζει όταν ζει σ’ έναν κόσμο που τον καταδυναστεύουν η φτώχεια, η προκατάληψη και η βία;
Στο πλευρό του Τίγκρε βρίσκεται, εκτός από τη γιαγιά του, ένας ηλικιωμένος τερματοφύλακας που είναι μισητός σε ολόκληρη τη χώρα. Ο δρόμος προς την ελευθερία και την ενηλικίωση είναι σπαρμένος με εμπόδια ως το τέλος. Στο βάθος, όμως, ίσως να αχνοφαίνεται το φως.
Το νέο, εξα...
Καλοκαίρι στη θαλασσινή πόλη. Μια μεγάλη παρέα παιδιών ζουν τις χαρές των διακοπών ανέμελα, κολυμπώντας, παίζοντας, αλλάζοντας μυστικά, λόγια αγάπης, νέα του άγνωστου κόσμου. Αγαπημένο τους στέκι, ένας ολάνθιστος κήπος με αρχαία αγάλματα, προφυλαγμένα εκεί ως να σταλούν στο Μουσείο της Σπάρτης. Τα είχαν βρει οι μικροί φίλοι παίζοντας, βαθιά θαμμένα στην άμμο, τα είχαν καθαρίσει, τα είχαν θαυμάσει? τα αγάπησαν. Καταλάβαιναν ότι έρχονταν σταλμένα από τους μακρινούς προγόνους και ο νους τους έτρεχε, θαμπωμένος, σ’ εκείνους και στην τέχνη τους της ομορφιάς. Ρώτησαν, έμαθαν, σε...
Ο Μενέλαος Λουντέμης, με τα «Θυμωμένα στάχυα», προσέφερε στην ελληνική πεζογραφία ένα από τα ωραιότερα αντιπολεμικά μυθιστορήματα. Ο μικρός Φώτης Τριάρχης ζει στο χωριό μαζί με τη μητέρα του και τον παππού του. Ο πατέρας του βρίσκεται στη φυλακή – στο χωριό τον θεωρούν κλέφτη, μα ο Φώτης αδυνατεί να το πιστέψει. Βιώνει καθημερινά τον τρόμο που σπέρνουν στην επαρχία οι κατακτητές, συνεπικουρούμενοι από Έλληνες συνεργάτες. Η αδικία που κυριαρχεί τον στιγματίζει, δεν την αντέχει, και αδημονεί να μεγαλώσει για να μπορέσει να βγει κι αυτός στα βουνά, πλάι στους αντάρτες. Μαζί με...
Η συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν» χάρισε στον Μενέλαο Λουντέμη το Α΄ Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1938.
Ο συγγραφέας πλάθει ιστορίες γύρω από θέματα που τον απασχολούν ιδιαιτέρως από το ξεκίνημα του συγγραφικού του βίου: ηθοποιούς που μέσα από φτωχικές παραστάσεις προσπαθούν να βγουν στην επιφάνεια, φιγούρες αυτοκαταστροφικές, άρρωστες και ξεχασμένες απ’ όλους, ανθρώπους του περιθωρίου, καλοβαλμένα κορίτσια που καταλήγουν σε φτηνά πορνεία και αλλάζοντας το όνομά τους προσπαθούν να ξεχάσουν το παρελθόν τους, γυναίκες της καλής κοινωνίας που προσπαθούν να ικανοπ...
Ο Μέλιος Καδράς, ο ήρωας του βιβλίου, έπαψε να είναι παιδί και δε μετράει τ’ άστρα, μόνο τ’ αγκάθια που στρώνει στον δρόμο του η ζωή. Περιπλανιέται ακόμα μία φορά στην επαρχία της Βόρειας Ελλάδας, όπου συναντά πρόσφυγες πεταμένους σε ξεροχώρια, πονηρούς γύφτους να φιλοσοφούν, φτωχούς και αμόρφωτους κτηνοτρόφους και αγρότες. Εκεί γνωρίζει δυο ανθρώπους που, ο καθένας με τη λαϊκή του σοφία και τον τρόπο του, τον βοηθούν να βρει αποκούμπι στην περιοχή.
Γίνεται δάσκαλος σ’ ένα χωριό και ορθώνει περήφανα το ανάστημά του μπρος στην ξιπασιά των «αφεντάδων». Βοηθά τους φτωχούς κ...
Μετά την απογοήτευση του Μέλιου για τον γάμο της αγαπημένης του Αγράμπελης και κυνηγημένος από την αστυνομία επειδή υπερασπίστηκε, για μια ακόμα φορά, τους αδύναμους, το οδοιπορικό του συνεχίζεται, αυτή τη φορά σε μια μεγάλη πόλη, ερχόμενος αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης. Μετά την αρχική γνωριμία με μικροαπατεώνες και πόρνες, καταφέρνει να βρει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος. Η επαφή του με τον λογοτεχνικό κύκλο της πόλης τον ωθεί στη συγγραφή των πρώτων του ποιημάτων.
Στη βιβλιοθήκη φλερτάρει μια πελάτισσα και ερωτεύεται ξανά. Εκεί γίνεται και η ανα...
Φουρτούνες, µπουνάτσες κι απανεµιές, θαλασσόξυλα που ζωντανεύουν κι εκδικούνται όσους τα γυρεύουν, γοργόνες ακοίµητες, γολέτες και φρεγάτες που παλεύουν µε τα κύµατα στον Κάβο Μαλιά, η µοίρα του ναυτικού, η µυστική έλξη που του ασκεί η θάλασσα κι η αποστροφή του για την τακτοποιηµένη ζωή, µούτσοι κακοφτιαγµένοι που ζωντανεύουν µε το αθάνατο νερό, κι άλλοι –ναύκληροι, κουρσάροι και θερµαστές– που κεντάνε µνήµες ανείπωτες…
Αυτός είναι ο κόσµος του Ανδρέα Καρκαβίτσα, που κατάφερε µέσα σ’ αυτή τη συλλογή διηγηµάτων –η οποία εκδόθηκε το 1899, γραµµένη σε µια θαυµαστή δηµοτική...
Πήχτωνε το βράδυ. Λιγόστεψε κι ο αχός απ’ τα κυπαρίσσια. Ανάψανε οι λαµπάδες τ’ ουρανού. Όλα ήταν γάλα... γάλα... λουλάκι... και σπίθες. Το ποτάµι µουρµούριζε µες στον ύπνο του κρυφά παραµιλητά. Το παιδί κείνο το βράδυ δεν κοιµήθηκε... ολόκληρο το βράδυ. Έγραψε το πιο πικρό, το πιο µεγάλο του παραµύθι...
Την αυγή ξεκίνησε. Ήταν... παρηγορηµένο. Είχε καταφέρει όλη τη νύχτα να µετρήσει τ’ άστρα... Να τα µετρήσει όλα... σιγά σιγά... ένα ένα... Όλα... Και τα βρήκε σωστά.
«... Ο Λουντέµης έγραφε όπως ανάσαινε, δεν σταµατούσε ποτέ... Σχεδόν καθένα από τα βιβλία του είνα...