Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδα μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας.
Η Μαρίκα η Ταταυλιανή, μια Πολίτισσα κυρά, λογία μα και μποέμισσα, μέσα από την μακρά αφήγηση του βίου της, αναφέρεται παράλληλα, άλλοτε περιληπτικά κι άλλοτε διεξοδικά, σε περιστατικά και σε πρόσωπα, με έμφαση στην κοινωνική ζωή των Ρωμιών και των Τούρκων και στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και συμπολιτών της που ανήκουν σε άλλες μειονοτικές ομάδες, οι οποίες συνδιαμορφώνουν την ανθρωπογεωγραφική ταυτότητα της Πόλης του περασμένου αιώνα. Ο λόγος της διακόπτεται συχνά από σπαρακτικά ιντερμέδια της διαταραγμένης μνήμης της που είναι στοιχειωμένη απ' τα ανεπούλωτα τραύματα της...
«Ήταν η χειρότερη εποχή για να βγάλεις βιβλίο με θέμα τον Τζον Κολτρέιν. Παρουσίαση βιβλίου τζαζ κατακαλόκαιρο στην Αθήνα και μες
στην Ντοκουμέντα, μια παγκόσμια απαρτία της τέχνης που φαινόταν να αφορά τους πάντες... Δεν θα ?ρχόταν κανείς. Ούτε καν ο εκδότης
μου. Πού σκατά πήγαινα;» Ο Μιχάλης Κρόκος μπλέκει. Η Αθήνα τον υποδέχεται με καύσωνα και σύγχρονη τέχνη, ρεκόρ τουρισμού και
παντιλίκια, μνημόνιο και Airbnb, πεφωτισμένους χάκερ, παρανοϊκούς ταξιτζήδες και μοιραία κορίτσια, φόνους, απαγωγές, και την κλοπή
ενός πίνακα με όλα τα μυστικά του κόσμου. Ένας συγγραφέ...
Οι γονείς είναι μια ιστορία χωρίς αρχή, έχουν μια ζωή πριν από εμάς και όταν φεύγουν γίνονται μυστήριο, σχεδόν άγνωστοι. Με την απουσία τους συνειδητοποιούμε ό,τι μας έχει διαφύγει, τους πενθούμε με τις απορίες μας, με τα αναπάντητα ερωτήματά μας, με μια τρυφερότητα που μόνο με την αποχώρησή τους γίνεται τόσο απόλυτη. Σαν τον Ορφέα, θέλουμε να τους φέρουμε πίσω, αρχίζουμε μαζί τους μια κατάβαση στον Άδη και βυθιζόμαστε για καιρό ευπρόσβλητοι και εκτεθειμένοι......
Ο Μάριος από εδώ και πέρα δε λογάριαζε πια, αν κόντευαν να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του. Άρχισε να επιταχύνει τον βηματισμό του. Το βλέμμα του το είχε μονίμως καρφωμένο εκεί μακριά, στο πλεούμενο. Με αγωνία προσπαθούσε να εντοπίσει τη σιλουέτα του ευεργέτη του για να ανασάνει. Όταν λαχάνιαζε από την πολλή προσπάθεια που κατέβαλλε, κατά τη διάρκεια της πορείας του, κοντοστεκόταν και καθόταν πάνω στην άμμο ή πάνω στα βότσαλα, να ξαποστάσει. Μετά σηκωνόταν με μιας και έβρεχε το ξαναμμένο του πρόσωπο με θαλασσινό νερό για να δροσιστεί. Και ύστερα πάλι ορμούσε προς τα μπρος...
"Οι κουρέλες είναι τα ταξίδια που δεν κάναμε, τα πρόσωπα και τα όνειρα που ξέφτισαν στο διάβα του χρόνου, οι ελπίδες που χάθηκαν παρασυρμένες από το αμείλικτο και αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου. Είναι η καταστροφική ""αγάπη"" μας για το περιβάλλον. Το συλλογικό που έγινε ατομικό. Το ποτάμι της ιστορίας μας έχει αιχμαλωτίσει και χωρίς οίκτο μας παρασέρνει σ' ένα αβέβαιο μέλλον. Μα, θα μου πείτε, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Εμείς είμαστε σίγουροι για το μέλλον, γιατί είμαστε με τους νικητές. Και οι νικητές είναι αυτοί που γράφουν την ιστορία....